Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Είναι απλά Αγάπη

Απόψε σκέφτηκα να κοιμηθώ στο μπαλκόνι όπως παλιά. Αλλά το μετάνιωσα. Η πρώτη φθινοπωρινή βροχή, το αυριανό μάθημα που δίνω... Θα κοιμηθώ μέσα κοιτάζοντας τον ουρανό απο το παράθυρο του τρίτου.
Ένας χρόνος. Πέρασε κιόλας ένας χρόνος απο την πρώτη μας συνάντηση. Τότε που βρέθηκα στο σπίτι σου, είκοσι μέτρα απόσταση απο το δικό μου και έφαγα απο το φαγητό που μαγείρεψες χωρίς καν να ξέρω ποιος είσαι. Ένας χρόνος. Και τον μισό απο αυτόν καταλήξαμε χώρια. Σε κοίταξα για πρώτη φορά και φάνηκες πολύ σοβαρός. Και μόλις σου το είπα, μήνες μετά, γέλασες. Περάσαμε μαζί τον περασμένο Σεπτέμβρη. 
Αυτόν όχι.
Η φθινοπωρινή δροσιά μου θυμίζει εσένα.
Η αύρα της παλιάς πόλης και ο συννεφιασμένος καιρός. Τα κλάματα και τα άλλοτε πονηρά και άλλοτε θλιμμένα σου ματάκια. Κατάμαυρα. Και χτες τα είδα ξανά.
Απέφευγες το βλέμμα μου. Μετά το μισό κιλό κρασί μαλάκωσες.
Μου άγγιξες το χέρι. Σε ένιωθα και με ένιωθες όπως τότε. Όπως τον πρώτο καιρό. Που βρεθήκαμε και δεν σταματήσαμε να περνάμε την κάθε μέρα και την κάθε νύχτα μαζί. Τα θυμάμαι όλα. Τα μαγειρέματα, τις βόλτες, τα τσιγάρα, τα γέλια και τα δάκρυα....
Σε αυτόν τον παρακμιακό κήπο, που περνούσαμε πρωινά και ξημερώματα όλοι μαζί. Και βρεθήκαμε πάλι πριν λίγες μέρες, οι μισοί αυτή τη φορά. Σκοτάδι και δεν μπορούσα να δω το βλέμμα σου. Αλλά ήσουν εκεί. Ξυπόλυτος και νευρικός. Γιατί είχες καιρό να μας δεις. Γιατί ήμουν απέναντί σου ξανά, στο ίδιο μέρος μετά απο ακριβώς ένα χρόνο. Και το θυμάσαι. Όλα τα θυμάσαι.
Και κοιμηθήκαμε μαζί. Και το σώμα μου κούμπωνε στο δικό σου όπως παλιά, όπως τις νύχτες του χειμώνα που κουλουριζόμασταν κάτω απο το πάπλωμα μου. Αν το σώμα μου αναγνωρίζει ένα  σώμα στον κόσμο, αυτό είναι το δικό σου.

Μου ζήτησες να σε αγκαλιάσω. Το έκανα. Κοιμηθήκαμε για λίγο έτσι.

Είμαι μόνη πια στο σπίτι που κάποτε ήμασταν μαζί. Ετοιμάζομαι να φύγω για πάντα απο δω. Μετρώ όλες τις στιγμές που έζησα εδω μέσα όλα αυτα τα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής. Δεν ξέρω πως θα ήθελα να το αποχαιρετήσω. Ισως μόνη, ίσως με  φίλες ή με εσένα. Να έρθεις και να κάτσουμε πάλι στο κρεβάτι, να πιούμε ένα τσιγάρο και να μου διαβάζεις Κρισναμούρτι. Μετά να παίξεις φλάουτο και εγώ να σε παρατηρώ. Περιμένοντας.. Να ξεχειμωνιάσουμε μαζί και να μας βρεί η επόμενη χρονιά στο νότο. Όνειρα.... 
Για μια ανέμελη ζωή μαζί σου.

Και τι δε θα 'δινα για να το ζήσω άλλη μια νύχτα. Εδώ. Στο σπιτάκι μας. Για μια νύχτα. Πριν το αφήσω μια για πάντα.

Θα είσαι για πάντα το χιπάκι μου. Και το παπάκι μου και το γιωργάκι μου.
Είναι απλά Αγάπη.


Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Δεν σε άκουσα. Δεν με άκουσες. Δεν μας άκουσε.

Για έναν ολόκληρο χρόνο ζούσαμε απέναντι. Και ποτέ δε σε είδα. Και ποτέ δε σε συνάντησα. Και άμα σε συνάντησα δε σε πρόσεξα. Και δε με πρόσεξες. Και ερχόσουν στο σπίτι που μένω τώρα. Και εγώ ήμουν απέναντι απο το σπίτι που έμενες τότε.
Τρέχουν πληροφορίες στο μυαλό μου. Φόβος, ανασφάλεια, αγωνία και ένα χτυποκάρδι.

 Γιατί;
 Για τη μέρα που θα σε ξαναδώ.
Πολύς καιρός. Και μπορεί να υπερβάλλω και μπορεί να ξεφεύγει το μυαλό μου και εγώ να προσπαθώ συνεχώς να το συμμαζέψω. Για να μην καταστραφεί. Για να μην τα αφήσει όλα πίσω χωρίς καμία διάθεση για προσπάθεια.


Φοβάμαι. 
Μάλλον είμαι στα αλήθεια φοβιτσίαρα.

Για σένα, για μένα, για μας. Για κείνη. Γιατι φεύγω. Γιατι φεύγεις και εσύ.
Και πού να φαντάζεσαι εσύ τι περνάω τώρα.... Που συνέχεια τρέχεις στο μυαλό μου. Που συνέχεια ονειρεύομαι και συνειδητοποιώ το πόσο μάταιο είναι να σε ονειρεύομαι.
Λίγη απ' τη λάμψη σου χρειάζομαι. Απο τη δύναμη σου και την αυτοπεποίθηση.

Να καθόμαστε πάλι μαζί στον καναπέ μέχρι τις 5 το πρωί και την άλλη μέρα να δίνω μάθημα. Και να συμβαίνει κάτι μαγικό στο μυαλό μου και να γράφω τέλεια στις εξετάσεις.
Ενώ δεν το περίμενα. Ενώ δεν το περίμενες. Ενώ δεν το περίμενε.

Και να ζω. Εκατό τοις εκατό. Και να περπατάω και να γελάω και να μαγεύομαι και να μιλάω δυνατά στο τηλέφωνο και να τραγουδάω στο μπαλκόνι.
Και να βιάζεσαι και να διαβάζεις και να βάζεις δυνατά ηλεκτρονική μουσική ακόμα και αν εγώ βρίσκομαι στην άλλη άκρη του σπιτιού. Και να μου στέλνεις μήνυμα να με ρωτήσεις αν την ακούω.
Δεν σε άκουσα. Δεν με άκουσες. Δεν μας άκουσε.

Να μου ζητάς να με φιλήσεις. Να είμαστε αμήχανοι και να μου λές ένα σορό λεπτομέρειες για τον χειμώνα που πέρασες. Και να μου λές για τα όνειρα σου και να σου λέω για τα δικά μου. Και να κουτσομπολεύεις και να μου φαίνεται γλυκό. Και να είναι καλοκαίρι και να περπατάμε στη δροσερή άμμο. Και να φεύγουμε και να μου λές πως ξέχασα τα πέδιλά μου.

Και να φεύγεις.

Και εγώ να μένω εκεί. Και να σε χαιρετώ με ένα φιλί στην πόρτα. Και να ακούω τα βηματά σου στη σκάλα για τελευταία φορά.
Και έπειτα να αναπτύσσω τέλεια το θέμα για τον Durkheim και να σκέφτομαι εσένα.
Νομίζω πως δεν θα ξαναχρειαστεί ποτέ να γράψω κάτι για τον Durkheim. Και ποτέ να σου ξαναδώσω αποχαιρετιστήριο φιλί στην πόρτα.

Σε πολεμάω. Με βάζω να σε πολεμάω. Απο φόβο.
Απο φόβο... όπως μου είπε κάποτε μια σοφή.