Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Έφυγε

Σκέφτηκα να διαγράψω κάποιες αναρτήσεις. Σκέφτηκα να κρατήσω μόνο ότι πρέπει. Αλλά δεν το έκανα.
Κοντοστάθηκα καθώς απομακρυνόμουν. Προσπαθούσα να μην αφήσω τον εαυτό μου να υποκύψει. Δεν ήθελα να γυρίσω πάλι για να σε κοιτάξω καθώς φεύγεις. Καθώς απομακρύνεσαι. Δεν ήθελα να σε δω πάλι να απομακρύνεσαι και να ξεροκαταπιώ.
Αλλά το έκανα. Γύρισα. Και ήσουν διαφορετικός. Αλλά γνώριμος. Και πάλι χωριστήκαμε στον Άγνωστο. Εγώ εσύ και το σκυλί.
Το ίδιο διαφορετικός ήσουν καθώς καθόσουν απέναντί μου. Με τη μουσική και τις γνωστές φάτσες στα διπλανά τραπέζια. Και τα μαλλιά σου σχεδόν όλα φυσικά τζιβάκια. Πιασμένα με την κορδέλα με τα φεγγαράκια -ή μάλλον- με την κορδέλα που σε κάθε σειρά εχει και διαφορετικό σχέδιο. Με την κορδέλα που φορούσες τότε σπίτι. Ήταν περίεργο όλο αυτό. Ίσως κατάλαβες πως βούρκωσα τότε που μιλούσαμε για την αγάπη. Ίσως κατάλαβες πως ένιωθα πράγματα για σένα. Και σου το είπα πως εδώ και καιρό λείπει η λέξη αγάπη απο το λεξιλόγιό μου, απο τη ζωή μου, απο τη μνήμη μου. Και για αυτό με τράνταξε τόσο συναισθηματικά η συζητηση. Καθώς κοιτούσα το πρόσωπό σου. Το ένιωθα τόσο οικείο και αγαπητό. Ήθελα πάρα πολύ να κλάψω. Ασταμάτητα όπως τότε. Αλλά προσπαθούσα να πνίξω κάθε λιγμό. Σαν να είσαι ξένος. Φοβόμουν. Αλλά μετά θυμήθηκα τις τελευταίες μας μέρες. Εμένα να κλαίω "άπειρα" στο κρεβάτι σου ακούγοντας non-stop το "Που πάει ο καιρός που φεύγει". Και έπειτα να προετοιμάζω το τέλος κρατώντας σου το χέρι μια νύχτα στο εκκλησάκι κάτω απο το κάστρο.
Άδικο τόσο κλάμα; Τσάμπα; Γιατι δεν έφυγες. Γιατι είσαι πάλι εδώ. Γιατι θα είσαι για αρκετό καιρό ακόμα.
Και το βράδυ εκείνο στο ΤΕΙ ήμουν διχασμένη. 
Και μερικές φορές φοβάμαι. Και άλλες με κλείνω μέσα στο κουτί μου σφυχτά, μέσα στη φυλακή μου και περιμένω. Να πάρεις, να πάρετε, να πάρω το χρόνο. Το χρόνο που χρειάζεται.
Κολυμπώντας σε μια παραλία με ροζ άμμο. Εγώ, εσύ και η ευτυχία μου. Στη μέση του πουθενά. 
Με πρόσωπα που τώρα είναι κοντά μου, στη ζωή μου, στο σπίτι μου, ενώ εσύ μακριά. Ίσως έτσι νομίζω πως με φέρνω πάλι κοντά σου. Απο τις μνήμες.
Κάποιες φορές νομίζω πως ήταν όνειρο. Και για αυτό κλαίω.
Γιατι όπως μου είπες και συ εκείνο το βράδυ κοιτώντας τα αστέρια.. "Κράτα το καλά γιατι δε θα το ξαναζήσουμε"
Έφυγε.
Και δε θα το ξαναζήσουμε.


Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Θέλω πίσω τη ζωή μου...


21 Οκτωβρίου


Θέλω πίσω τη ζωή μου. Θέλω πίσω τις φίλες μου. Θέλω πίσω το μπικρούλι με τα φουντωτά μαλλιά του. Θέλω πίσω τα ξανθωπά μου μαλλιά. Θέλω πίσω τις βραδιές μουσικής στην πλατεία.
Θέλω πίσω εμένα, που με βλέπω να αλλάζω μέρα με τη μέρα περισσότερο.
Και είμαι ξαπλωμένη στο καινούριο μου κρεβάτι. Και χαζεύω το απέναντι ακατοίκητο σπίτι. Με τους πορτοκαλί τοίχους, τα -πάντα κλειστά- πατζούρια και το κρεμασμένο κίτρινο φαναράκι. Και δίπλα του, ίσως μια βουκαμβίλια.
Και λίγος ουρανός. 
Που τώρα αργά-αργά σκοτεινιάζει.
Και ένας αριθμός.
 Δίπλα μου. 
Χθες.
 Ένας αριθμός που κάποτε τάιζα πατατάκια. Ένας αριθμός που τώρα τάιζα πιλάφι με κόκορα. Σε ένα σκοτεινό ρακάδικο. Και φώναζα στην Α. να δει.

Και μια συγγνώμη που αιωρείται.

Και πολλά υπονοούμενα που εννοούνται. 
Και δεν θα ειπωθούν.
Γιατί ο αριθμός πάει. Ένα βράδυ του Ιουνίου σε μια κατάληψη.
Δεν μετράω πια πόσους ανθρώπους έχω χάσει.
Δε μετράω.
Σήμερα δε νιώθω πολλά πράγματα. Σήμερα δε νιώθω και δε μιλάω πολύ.
Και ο αριθμός εκεί. Χωρίς μπύρα αυτή τη φορά. Με ένα ποτηράκι ρακί. Και ο αριθμός εκεί. 72, 75, 76, 78;
Και εγώ να κάνω βόλτα στα σοκάκια της παλιάς πόλης τραγουδώντας Παυλίδη. Τέσσερις η ώρα το πρωί.
Πάνω σε ένα γνωστό ποδήλατο.
Το οποίο μόλις είχα δεί παρκαρισμένο -τότε- στο καγκελάκι είχα ξεροκαταπιεί. Και είχα μόλις αρχίσει να συνειδητοποιώ τι κάνω. Και να με μισώ.

Τα φώτα στο ρακάδικο έκλεισαν.
Και μεις μέσα να ψάχνουμε έναν καπνό. Με κλειστά όλα τα φώτα για να μη μας δεί η γειτονιά. Και φέρει την αστυνομία. Και εγώ να συνειδητοποιώ πως κάτι δεν πάει καλά...
Και άγνωστοι άνθρωποι με γνωστές φωνές και γνωστά ονόματα να μου τραβούν την προσοχή.
Και εγώ να κοιτώ με νόημα τον αριθμό.
Και ο αριθμός εμένα.
Και μετά να τρέχουμε μαζί στις πλατείες. Μαζί και με ένα σκυλί. Και με κιθάρες. Και με το “άλλο μισό της Δ.” που βρέθηκε τυχαία στο δρόμο μας.
Και εγώ πιομένη.
Φορώντας στο λαιμό ένα γνωστό μενταγιόν. Ξύλινο. Σκαλιστό.
Και το ντροπαλό- ήσυχο γέλιο του αριθμού εκεί....

Και όλα είναι πάλι εδώ...


16 Οκτωβρίου


Το μπιγκάκι δεν πέθανε. Ο μπικ-ρ-ούλης δεν πέθανε. Ο άνθρωπος που σου κράταγε το χέρι ένα γλυκό καλοκαιρινό βράδυ στην πλατεία τραγουδώντας τον Πεχλιβάνη υπάρχει. Κοντά σου.
Εδώ.
Και τα βιολιά είναι εδώ.
Και οι κιθάρες που παίζουν δειλά πέπερς κάνοντας αρκετά λάθη.
«Θα θέλει και αυτός να σε δεί»
Όλοι έχουν προβλήματα με τις σχέσεις τους. Πόσο μάλλον όταν η σχέση τους είναι ΤΕΙτζής.

Μου λείπεις.

Σκέφτομαι να πάρω ταξί και να έρθω πάλι σπίτι σου. Απρόσκλητη. Με ένα κρουασάν double και μια motion. Aλλά φοβάμαι.
Γιατι τώρα δεν σου είμαι τίποτα.
Φοβάμαι.
Εσένα.
Και εμένα.
Και περιμένω να ανοίξεις το κινητό σου. Και να δεις τις κλήσεις μου. Και να ακούσω πάλι τη φωνή σου. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει.
Νιώθω πως δεν μου έχει απομείνει καθόλου δύναμη. Καθόλου ενέργεια. Καθόλου θέληση και πίστη. Πως απλά περπατάω. Πως απλά υπάρχω.
Πως η αγάπη δεν υπάρχει για μένα. Πως ό,τι και αν προσπαθήσω τώρα θα πάει στράφι.
Απογοήτευση. Από το γένος άνθρωπος.
Ήρθες στο όνειρο μου απόψε. Σε πλησίαζα. Και μόλις έφτασα κοντά σου έτρεξες μακριά μου. Και έφυγες.
Έφυγες.
Ακούω τη βροχή. Και έβαλα το σκυλί μέσα για να μην βραχεί. Και την απλώστρα μέσα.
Θέλω να σε δώ. Απόψε. Και να σου μιλήσω. Και να σε αγκαλιάσω. Να κοιμηθούμε αγκαλιά. Και πάλι να μου λες ασυναρτησίες στον ύπνο σου. Για τον μπάμπα και όλα τα άλλα. Θέλω να ξαναξαπλώσω στον μαύρο σου καναπέ που βλέπαμε ταινίες και ποτέ δεν πρόσεχα.
Θέλω να ξαναμπώ στο ταξί και να πω πως πάω στο Βεργίνα στα Περιβόλια. Και να χαμογελάσω πικρά. Και καθώς φτάνω να χτυπήσει δυνατά η καρδιά μου. Και να βγείς εσύ στην παραλία να με πάρεις γιατι δεν ξέρω ποιο ακριβώς είναι το σπίτι. Και να έχεις τα μαλλιά σου πιασμένα με κορδέλα. Αραγε τώρα θα έχουν μακρύνει κι άλλο τα μαλλιά σου; Και θα έχεις κι άλλες φυσικές τζιβούλες;
Θέλω να σε δώ….

Συνεχή ερεθίσματα


9 Οκτωβρίου

Και έβαλα πάλι να ακούσω Moriginal. Και θα έδινα τα πάντα για να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Τότε που δεχόμουν συνεχή ερεθίσματα. Και ένα βράδυ, -ένα γαμημένο βράδυ- βρέθηκα σε ένα μέρος που ο πιο όμορφος άντρας δεν ήταν ο Κλιντ, όλως περιέργως, αλλά εσύ. Και δεν το πίστευα. Απλά. Δεν το πίστευα. Δεν πίστευα την τύχη. Και με ζάλιζε η μουσική. Με ζάλιζε και η ανάγκη μου να κάνω την επανάστασή μου απέναντι στο χοντρό. Και κινούμουν ήπια.
-Χρωστάω στο λόου μπαπ μα δεν έχω λεφτά.-
Και ο αριθμός μου μιλούσε –ακόμα και αν ήξερα ήδη τις βασικές πληροφορίες που μου έλεγε.
Και χτυπιόταν και λίγο.
Μα γιατί να μην μπορώ να γυρίσω τον χρόνο πίσω;
Να δέχομαι πάλι συνεχή ερεθίσματα από τη νέα μου ζωή. Να γνωρίζω τη ζωή.
Σκατά…

Ζητείται αγάπη


9 Οκτωβρίου

-Θύμισε μου να μην ξανακούσω Μεθυσμένα Ξωτικά. Θύμισέ μου να διαγράψω εντελώς τα σχολικά εκείνα χρόνια μου που ξερνώντας πάθος και θυμό τραγουδούσα με την Κ. στην παραλία τον «Δρόμο».
Γιατί χθες είδα ένα κακό όνειρο. Πως ήμουν στο σπίτι της Χ. με την Χ να μου κρατάει το χέρι αγωνιώντας για το αν η αδελφή της είναι καλά. Και να την ψάχνουμε και να μην την βρίσκουμε. Και να πεταγόμαστε από τον ύπνο μας κάθε φορά που ακούμε βήματα στο διάδρομο. Και η αδελφή της ξαφνικά να έρχεται. Με κάποια άγνωστη. Κάποια από την Ρόζα. Που έτρεχε μες στο σπίτι σαν τρελή. Και η ανακοίνωση έγινε. Πως ακολουθούσαν κι άλλοι. Ο Γιάννης. (έγινε και Γιάννης) Ο Γιάννης από τα Μεθυσμένα Ξωτικά.
Γαμώ την κοινωνία μου. Η κοινωνία που κάθε μέρα με απογοητεύει όλο και περισσότερο. Η κοινωνία που με κάνει να νιώθω καθημερινά περισσότερο μόνη και περισσότερο ονειροπόλα.
 Δεν είμαι εγώ η χίπισσα της υπόθεσης. 
Και ας φοράω πολύχρωμα ρούχα-αντίσκηνα(όπως κορόιδευες). 
Και δεν ήταν όνειρο. Δυστυχώς δεν ήταν όνειρο. Γαμιέται το σύμπαν ολόκληρο. Γαμιέται και η Ρόζα Νέρα. Αλλά θα μου πεις τι μου φταίει και αυτή; Ποιόν να κατηγορήσω; Την κοινωνία μου. Που μεγαλώνει έτσι τα παιδιά της.

 «Γκόμενες που αυθαίρετα αποφασίζετε πως απόψε είναι το δικό σας βράδυ.. Όχι, δεν είναι και ΠΟΤΕ δε θα είναι…»

Ίσως όμως να είμαι και εγώ η προβληματικιά. Η συντηρητική γκόμενα παρά τις τζίβες που κουβαλάει στο κεφάλι της. Ίσως είμαι εγώ η ψεύτικη. Που επειδή έχω τζίβες και δεν ανοίγω οπουδήποτε-αμέσως τα πόδια δεν τηρώ τα χίπικα στερεότυπα τους. Μέχρι και εκεί χωράνε τα στερεότυπα.
 Βρώμα.
Και εγώ να ψάχνω στο πλήθος για τις λιγοστές εναπομείνασες αξίες. 
Και ο αριθμός να είναι πάλι εκεί. 
Και πέσαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Και μόνο τότε μιλήσαμε. Και πάλι τα τυπικά. Και μου έκανε χαριτωμένα παραπονάκια πως σήμερα δεν του μιλούσα καθόλου. Και του ζήτησα συγγνώμη. 
Για σήμερα και γενικά. 
Και έκανε πως δεν καταλαβαίνει. Αλλά εγώ πιστεύω πως κατάλαβε πολύ καλά. Γιατί ξέρει όπως και εγώ. Και πάλι σήμερα το πρωί βρίσκομαι να βλαστημάω τη ζωή μου, την τύχη μου και τις λάθος επιλογές μου. Που ένας άνθρωπος δείχνει σωστός σε αυτή την γαμημένη πόλη. Και είναι ο άνθρωπος με το κρεμασμένο απαγορευτικό.
Και έχω και σένα να μου λες πως νιώθεις σαν να έβαλες χέρι στη μικρή σου αδερφή. Εσένα προσπαθώ απλά να σε ξεχάσω. Για όσο καιρό νομίζεις. Ακόμα και αν είναι δύσκολο.
Ζητείται αγάπη…

Και ο αριθμός...


30 Σεπτεμβρίου

Σε λίγες μέρες. Ίσως χτες, σήμερα, αύριο, σε μια βδομάδα… Δε θέλω να το ζήσω. Δε θέλω να σε αντικρίσω. Ακόμα και αν αυτή τη στιγμή θα ήθελα να κοιμάμαι ήρεμη στην αγκαλιά σου. Και συ να λες ασυναρτησίες στον ύπνο σου. Πως κάποιος ξέχασε το κινητό του στο ΤΕΙ. Και πως σε δέκα χρόνια θα έχουμε γεράσει. Καλό μου δε θέλω να φοβάσαι πως σε δέκα χρόνια θα έχεις γεράσει. Θέλω να ζεις.

Συγγνώμη.

Ο αριθμός εκεί.
Ο αριθμός σε αγαπάει.
Ο αριθμός είναι μόνος.
Ο αριθμός σε σέβεται.
Και εμένα με σιχαίνεται προφανώς. Και έχει και δίκιο. Γιατί ήμουν απαράδεκτη και αδίστακτη. Και ξετσίπωτη ψυχολόγος. Και μάλλον έκανες λάθος εκείνο το βράδυ στην κατάληψη που μου είπες πως θα γίνω η καλύτερη ψυχολόγος. Δεν ξέρω καν αν θα καταφέρω να γίνω ψυχολόγος. Όλα τα όνειρά μου γκρεμίζονται. Σιγά σιγά. Και αύριο θα πάω στο πάρτυ του ΤΕΙ. Και δε θέλω να σε δω εκεί.

Τις προάλλες έψαχνα με την Χ. και την Α. τραπέζι σε μια καφετέρια. Και ήταν εκεί ένα σκυλί. Που με γνώρισε. Και μου γάβγισε. Και ένιωσα πως ήρθες πάλι εσύ τόσο κοντά μου να ακούσω τη φωνή σου, να με αγγίξεις. Σε θυμάμαι στο κεδρόδασος να της φωνάζεις «Χαζό σκυλί». Και ίσως όντως τα σκυλιά είχαν χάσει τα κλειδιά.

Ο αριθμός μου μίλησε άσχημα.
Ο αριθμός μου θύμισε πως στη ζωή έχουμε και ένα ήθος, μια αξιοπρέπεια που στο κάτω κάτω πρέπει να διαφυλάξουμε. Μου θύμισε πόσο λάθος έκανα. Και στεναχωρήθηκα πολύ εκείνο το βράδυ. Με γείωσε εντελώς.
Και είμαι στο καινούριο σπίτι που δεν έχεις δει. Στο καινούριο σπίτι που ο αριθμός δεν θα μπεί. Ο αριθμός….
Που πέρσι τέτοια εποχή ήταν ένας άγνωστος στους δρόμους της πόλης. Και έκανε βόλτες με έναν άγνωστο φίλο του. Ένας αριμός.

Κάθε βράδυ ακούω το γέλιο του Χουάν. Κάθε βράδυ κάνω όνειρα τα οποία έρχεται να γκρεμίσει η μέρα. Θέλω να τελειώσει η εξεταστική. Θέλω να τελειώσω με το σπίτι. Θέλω να μπώ πάλι στους ρυθμούς μου.

Μα η επιλογή έγινε..


21 Σεπτεμβρίου

Μάλλον δεν ελπίζω τίποτα. Δεν ελπίζω πάντως σίγουρα στον έρωτα. Το κουβέντιαζα και πριν λίγες μέρες με τον Χ. Το βράδυ μόλις γύρισε σπίτι από τη δουλειά. Είναι το τελευταίο πράγμα που πιστεύω πως μπορεί να έρθει τώρα στη ζωή μου. Και άρχισα να κλαίω ήσυχα. Και ο Χ. Το κατάλαβε και με άφησε μόνη με την πρόφαση πως πάει να κάνει μπάνιο. Και εγώ έκλαιγα ήσυχα καθώς σκεφτόμουν πως σε αυτό ακριβώς το μέρος, πριν λίγους μήνες έδειχνα ευτυχισμένη μαζί σου. Ήμουν;
Τις στιγμές μας…

Το περασμένο Σάββατο βγήκαμε για ρακόμελα. Μεγάλη παρέα. Και οι φίλοι σου στο ίδιο τραπέζι. Να μου μιλούν για σένα. Και εγώ απλά να χαμογελώ. Να μιλούν για σένα με νόημα, με πονηρά βλέμματα χωρίς να αναφέρουν το όνομά σου. Ευτυχώς που δεν ανέφεραν το όνομά σου.
Ο αριθμός όμως ήταν πάλι εκεί.
Ο αριθμός, αποστασιοποιημένος όπως πάντα, ήταν εκεί.
Να με κοιτάει που και που. Και να χαμογελάει γλυκά. Και να μου λέει το όνομά σου. Και να συνειδητοποιώ την κατάσταση. Και να ξεροκαταπίνω.
Και έστριψα ένα τσιγάρο απο τον καπνό του. Όπως τότε. Ένα μεσημέρι του Ιουνίου. Και μετά έχασα κάθε όρεξη. Κάθε ζωντάνια. Για μια απουσία που ήταν προβλέψιμη. Για μια επιλογή που εγώ έκανα μια νύχτα του Ιουνίου σε μια κατάληψη. Και ξέρω πως με κοιτούσες καθώς μιλούσα στον αριθμό. Και δεν θυμάμαι και εγώ τι ασυναρτησίες μπορεί να του έλεγα. Για το φώς και το ότι έχουμε διαλέξει να ζούμε με το φως του ήλιου. Αν έλεγε ναι ίσως ήταν αυτός στη θέση σου. Και το ξέρει. Και ίσως αυτό το φθινόπωρο δεν το περνούσα εδώ ολομόναχη.
Μα η επιλογή έγινε μια νύχτα του Ιουνίου σε μια κατάληψη. Και αυτό τώρα δεν αλλάζει. Και το μαγαζί κλείνει. Οι μουσικοί μαζεύουν τα όργανα και κάθονται στο διπλανό τραπέζι να πιούν κρασί με την παρέα τους. Τελείωσε το γλέντι. Και ο αριθμός να τρώει τυρόπιτα απέναντί μου. Και να κοιτά με εκείνα τα μικρά φλογερά μελί μάτια.
Ξεκίνησαν τα πρωτοβρόχια. Ίσως και εκεί που βρίσκεσαι εσύ, στη μακρινή Θεσσαλονίκη ήρθαν απόψε τα πρωτοβρόχια. Και σε βρήκαν με τους φίλους σου σε ένα βρωμερό υπόγειο γεμάτο καπνό. Όπως μου έλεγες. Ή σε ένα χιπστεράδικο καφέ. Ή σε κάποιο κλάμπ με μια όμορφη κοπέλα. Και πολλά σημάδια στο λαιμό.
Το Σάββατο έχει πάρτι η κατάληψη του ΤΕΙ. Κατάληψη του ΤΕΙ…
Ίσως είναι το πρώτο πάρτι που δεν θα σε βρω εκεί. Και εσύ κάνεις τη ζωή σου χιλιόμετρα μακριά απο εδώ. Και εγώ τρέχω να μαζέψω τα κομμάτια μου. Που πήρες μαζί σου. Τα μαθήματα που άφησα για να ξυπνάω πλάι σου το πρωί. Επιλογή μου ήταν κι αυτό. Το ξέρω…

Με έδιωξαν...


18 Σεπτεμβρίου

Αργήσαμε. Κλείνει το μαγαζί. Αποφάσισε επιτέλους τι θα κάνεις. Θα μείνεις; Θα φύγεις;
Άργησες να αποφασίσεις. Και το μαγαζί έκλεισε. Τα όργανα τελείωσαν. Οι μουσικοί κάθισαν στο διπλανό τραπέζι και ήπιαν ένα κρασάκι με την παρέα τους, που είχε μείνει τελευταία στο μαγαζί. Και ο αριθμός εκεί. Απέναντί μου. Ο αριθμός να κοιτάει γλυκά και ντροπαλά. Και μόλις τα βλέμματα μας διασταυρώνονται να χαμογελά. Και τότε να χαμηλώνει το βλέμμα.
Και η επιλογή; Λάθος..
Και η επιλογή; Σωστή..
Και εσύ;
 Ήσουν.
....
 Πείναγα αλλά δεν την έφαγα την κρέπα. Και ας ήσουν απέναντι μου, κι ας πάλευα ένα χρόνο να σε γνωρίσω με κάποιο τρόπο. Και ας τα κατάφερα, έτσι όπως τα κατάφερα. Και ας αναρωτιόμουν στις πορείες ποιος ακριβώς είναι ο αριθμός. 
Ανέφερες κάτι για το σλίπιν-μπαγκ σου χτες πάνω στη συζήτηση. Συγγνώμη. Εγώ στη θέση σου θα με μισούσα. Θα με μισούσα εκείνο το βράδυ του Ιουνίου στην κατάληψη μόλις με αντίκριζα. Καθισμένη σε εκείνο το παρτέρι. Θα με σιχαινόμουν. Λάθος επιλογές. Επιπόλαιες κινήσεις μιας Πέμπτης βράδυ σε μια κατάληψη. Που με έφεραν κοντά σου και με έδιωξαν ταυτόχρονα.
Με έδιωξαν

Την αγάπη του...


2 Σεπτεμβρίου

H πόρτα έκλεισε και βρέθηκα να κρατάω στο ένα μου χέρι το κινητό και στο άλλο μια εικονίτσα του Αϊ-Γιώργη. Μου την έδωσε ο Χ. φεύγοντας. Για να παλεύω. Για να νικάω. Πάλευα ήδη. Με τον εαυτό μου. Με τη λογική. Με το συναίσθημα. Με το χαρτάκι που είναι κολλημένο στον πίνακα ανακοινώσεων του Χ. Να μην προδώσω τον εαυτό μου. Πάλευα για να καταπιώ τον κάθε λυγμό που ανέβαινε στον λαιμό μου. Αθόρυβα. Πάλευα για να ξανακερδίσω μια αυτοεκτίμηση που άφησα να χαθεί άδικα.
Έκλαψα πολύ και μου έφυγε το βάρος. Και τώρα νιώθω αρκετά ανάλαφρη ώστε να κοιμηθώ και να αφήσω τη γλυκιά μου νεράιδα να έρθει στον ύπνο μου και να μου χαϊδέψει τα μαλλιά ανάβοντάς μου άλλο λίγο τη φλόγα για το όνειρο.
Θέλω να κοιμηθώ πλάι στην εικονίτσα του Αϊ-Γιώργη. Όχι γιατί πιστεύω. Γιατί ο Χ. λείπει απ’ το σπίτι και δε μπορώ να νιώσω την αγάπη του και την προστασία του. Μου άφησε τον Αϊ-Γιώργη όμως. Μου άφησε τη δύναμη του.

Πόρτες ανοίγουν- Πόρτες κλείνουν


31 Αυγούστου

Πόρτες ανοίγουν και πόρτες κλείνουν. Ή μάλλον πόρτες κλείνουν. Και άγνωστο αν και πότε θα ανοίξουν οι καινούριες. Τα χέρια μου μυρίζουν τσιγαρίλα. Και το πλυντήριο τελείωσε. Γρήγορα. Άπλωσα τα ρούχα. Ο μετανάστης που μένει από κάτω και πάντα, τα βράδια, αφήνει ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού του είχε βγει έξω να μιλήσει στο τηλέφωνο. Και με κοίταξε καθώς άπλωνα τα ρούχα και μίλαγα
στο τηλέφωνο με την Χ. για τα τελευταία κουτσομπολιά. Προσπαθώντας να αγνοήσω εσένα. Να ξεχάσω εσένα. Μα είναι στα αλήθεια αστείο. Τόσες μέρες σε είχα αφήσει πίσω και τώρα, τώρα που όλα τελείωσαν, μπήκες ξανά στη σκέψη μου για να με ταλαιπωρήσεις. Μα δε φταις εσύ. Εγώ φταίω. Εγώ είμαι η σκέψη μου.
Απόψε θα πάω στο πάρτυ. Ψάχνοντας τι; Μακάρι να πήγαινα στο πάρτυ χωρίς να έχω στο μυαλό μου πως ψάχνω κάτι. Μα έτσι συνήθισα ένα χρόνο τώρα να ψάχνω. Κομμάτια για να μου καλύψουν την ευτυχία. Να μου γεμίσουν τη ζωή.

Το απόγευμα σκαλίζοντας τα παλιά αρχεία του pc έπεσα πάνω σε κάποιες παλιές συνομιλίες. Μιλώντας για τα ψυχεδελικά μάτια. Τον περασμένο Νοέμβρη. Ενθουσιασμένη που μια Τετάρτη βράδυ πέρασα τυχαία από το Μουσείο. Απόψε θα είμαι πάλι στο μέρος που είπαμε αντίο. Στο μέρος που σε βρήκα με ένα μπουκάλι βενζίνη στο χέρι. Και σιχάθηκα. Εσένα. Μα πιο πολύ εμένα. Λυπήθηκα τα δάκρια μου που σπατάλησα για έναν άνθρωπο που η μεγαλύτερη αξία του είναι ένα μπουκάλι με βενζίνη και μια δήθεν μαστούρα. Αλλά και πάλι προσπάθησα να σε καταλάβω.
Δε φωνάζω πια, δεν κλαίω, δεν χτυπάει γρήγορα η καρδιά μου. Δεν ξέρω γιατί. Δεν ελπίζω πως είναι κοντά μια αγάπη που θα με ανεβάσει στα σύννεφα. Δεν ξέρω καν αν μπορώ να ερωτευτώ στο κοντινό μέλλον. Αν μπορώ να εμπιστευτώ οποιονδήποτε. Ίσως απλά χρειάζομαι χρόνο.  

Ζώντας με το φως του απορροφητήρα..


30 Αυγούστου

Έχω βάλει στο pc ένα άκυρο φόντο. Όμορφοι άνθρωποι. Που με φοβίζουν. Με φοβίζουν οι άνθρωποι. Και πηγαίνουν σε πάρτυ και χορεύουν σαν τρελοί με τα παγωμένα ψυχεδελικά τους μάτια. Και δείχνουν ευτυχισμένοι και δυνατοί. Και από μέσα τι; Από μέσα δύσκολα τα πράγματα. Νιώθω πως οι άνθρωποι δε μπορούν να με αντέξουν. Πως κάτι έχω, κάτι τους βγάζω και δε μπορούν να με αντέξουν πάνω από κάποια συγκεκριμένη ώρα. Και το φοβάμαι αυτό. Νιώθω πως οι άνθρωποι θέλουν να με πλησιάσουν. Και όταν αυτό συμβεί, όταν τους αφήσω να με πλησιάσουν, αυτοί με κοιτούν για λίγο και έπειτα φεύγουν. Και πάλι μόνη.
Μόνη. Στα σκαλάκια του Μουσείου. Περιμένοντας. Και ψάχνοντας. Έναν αριθμό. Έναν αριθμό που κάποτε άφησα στην τύχη του για χάρη μιας λάθους επιλογής. Ψάχνοντας. Δυο ψυχεδελικά μάτια που έχουν επιτηδευμένα κουμπώσει στραβά τα κουμπιά του πουκαμίσου τους. Δυο μάτια που κάποτε ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπα μόλις ξυπνούσα.
Ψάχνοντας απελπισμένα μια ευτυχία. Παλεύοντας για μια ευτυχία που μου αξίζει.
Είμαι μόνη σε ένα σπίτι. Με μια καμένη λάμπα του σαλονιού. Ζώ με το φως του απορροφητήρα. Και περιμένω. Η ώρα να περάσει και να πάει δύο. Και με βοηθάει πολύ που δε μένω μόνη. Και αυτές τις μέρες δε φοβάμαι. Δεν είμαι μόνη, για αυτό. Αυτές τις μέρες δεν πεινάω, δεν έχω ανακατεμένο σπίτι, δεν ψάχνω εναγωνίως την ευτυχία. Αυτές τις μέρες δεν αφήνω τίποτα να με αγγίξει και να με πονέσει. Δε νιώθω. Είμαι κάπως μαγκωμένη.
Δε θέλω να σε δώ. Δε θέλω να ξαναμιλήσουμε. Θέλω έτσι όπως έφυγες, αθόρυβα, να φύγεις και για πάντα από τη ζωή μου. Να μην πούμε αντίο. Απλά να πεθάνει έτσι.
Γιατί όλα είναι αλλιώς. Εγώ. Όλα.
Σαν να έχω χάσει κάθε ελπίδα. Κάθε ελπίδα για την ευτυχία.
Και έρχονται και νέα μάτια. Το ίδιο ζωηρά. Το ίδιο ψυχεδελικά. Και κοιτούν από μακριά μια νέα ζωή, ένα βράδυ σε μια πλατεία. Μα δε με φοβίζουν. Έμαθα πια και από τα ψυχεδελικά μάτια.
Θέλω να αλλάξω. Εμένα.
Ίσως με όλα τα γεγονότα των τελευταίων ημερών έχω ξεχάσει λίγο την ύπαρξή σου. Με τις μετακομίσεις, τους τσακωμούς, τις ψυχαναλυτικές συζητήσεις. Μόνο σήμερα, πηγαίνοντας να φάμε στην παλιά πόλη με την Δ. ξαπόστασα έξω από το μαγαζί, κοίταξα το τραπέζι που ένα μεσημέρι του Ιουνίου καθόμουν και ψιθύρισα «Εδώ ήμασταν με τον Μπίκ..» Προφανώς και δε με άκουσε κανείς. Αλλά, ήταν σαν να γυρνούσα τον χρόνο. Είχατε γυρίσει από τις καταδύσεις. Και εγώ ήμουν ήδη εκεί με την Χ. στο έξω τραπεζάκι.
Δε θέλω να θυμάμαι ότι υπάρχεις.  

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Πολύχρωμα ψάρια σε γυάλα...

"Σαν τότε που μας τρόμαζε το ήσυχο φεγγάρι
σαν τότε που ματώναμε μαζί
Μόνοι σε έναν άγνωστο νεκρό πλανήτη
ερωτευμένοι σχιζοφρενείς"
Η φωνή του Αγγελάκα απο το ηχείο του λάπτοπ σου όσο εγώ τρώω την απαίσια ομελέτα με φλούδα πατάτας. Και απαίσια τοματίνια. Που νόμιζες πως είναι κανονικές ντομάτες και απογοητεύτηκες μόλις άνοιξες την κονσέρβα. Και μου έλεγες πόσο μαλάκας είσαι. Και πως στην κατάψυξη έχεις ψόφια ποντίκια. Άρρωστο σπίτι. Βίωνα εκατό τοις εκατό την αρρώστια εκείνο το μεσημέρι και γούσταρα. Ίσως όσο ποτέ άλλοτε. Άρρωστο σπίτι. Όλα ξένα και πρωτόγνωρα. Εσύ. Τα χρώματα. Σκοτεινά. Και φωσφοριζέ. Το σπίτι. Τα φίδια. Τα linux στο pc σου. Η μουσική. Τα ρούχα σου. Κι ας φόραγα και γω τα ίδια.
Έμπαινε φως απο τη μπαλκονόπορτα. Αλλά το φως ήταν άρρωστο. Κι αυτό άρρωστο. Όπως το φώς του ήλιου που μπαίνει απο τη μπαλκονόπορτα ενός γηροκομείου. Μα είσαι μόνο δεκαενιά χρονών. Και η λεκάνη για τον εμμετό ήταν δίπλα στο κρεβάτι σου. Που απο πάνω κρεμόταν ένα χαρτόνι κούτας με πορτοκαλί μπογιά. Που φωσφόριζε απο το μπλακλάιτ. Και μου είπες πως αυτή η λεκάνη είναι πάντα χρήσιμη. Φοβήθηκα. Δεν ήθελα να πάθεις κάτι κακό. Τώρα που σε βρήκα. Όπως μου είχες πει και εσύ. "Τώρα που σε βρήκα...."
Κοιμήθηκα για ένα λεπτό στο κρεβάτι σου εκείνο το μεσημέρι. Kαι μόλις ξύπνησα και άνοιξα τα μάτια σε είδα σκυμμένο δίπλα μου με ένα πιάτο στο χέρι. Την ομελέτα σου. Και λίγο ξερό ψωμί. Νύσταζα τόσο. Και πείναγα το ίδιο. Γιατι το προηγούμενο βράδυ εκεί που έκανα βόλτα στην παλιά πόλη έτυχε να περάσω απο το Μουσείο. Και να είναι και ο Γ. εκεί. Και να μου ζητήσει χαρτάκια.
 Προχθές καθόμουν πάλι στο ίδιο σημείο στο Μουσείο. Έλεγα στον Β. πόσο όμορφες στιγμές έχω περασει σε αυτό το μέρος. Και θυμήθηκα εσένα. Τον καπνό σου πεταμένο στα σκαλάκια. Εμένα στη αγκαλιά σου. Περαστικούς. Τον Γ. να μιλάει στο τηλέφωνο συνεχώς. Να μας βγάζει φωτογραφίες. Εσένα να λές ιστορίες για φανταστικές διακοπές. Και παραισθήσεις. Με νεράιδες, ξωτικά και αλλόκοτους χορούς. Και τον κόσμο να μας κοιτάει. Σαν να είμαστε σε γυάλα. Πολύχρωμα ψάρια σε γυάλα. Απο άλλο κόσμο. Εκθέματα του μουσείου. Και μείς απο μια άλλη εποχή. 
  
Και εκείνη τη στιγμή σε είδα να έρχεσαι. Πέρασες απο μπροστά μου. Χαμογέλασες και είπες "Γειά". Και μόλις χάθηκες απο το οπτικό μου πεδίο άρχισα να τρέχω προς την παραλία. Και πήγα στο σημείο που εκείνο το πρωί, το πρώτο μας πρωί, είχαμε δεί μαζί το ξημέρωμα. Τραγουδώντας το παπάκι. Και μόλις το πιο μικρό κομμάτι του ήλιου έκανε την εμφανισή του μέσα απο τα συννεφιασμένα βουνά με σκούντηξες και μου είπες "Έσκασε, έσκασε" Και ο Γ. είχε μείνει σπίτι και κοιμόταν. Και έχασε και ένα εργαστήριο. Kαι εμείς δεν είχαμε κοιμηθεί ούτε λεπτό. Και δεν είχαμε φάει τίποτα. Και μόλις ξημέρωσε πήραμε σβάρνα όλους τους φούρνους για να βρούμε ζεστό ψωμί. Με ζάχαρη. Και απέναντι απο τη μπατσοσχολή χωριστήκαμε. Στο φούρνο απέναντι απο τη μπατσοσχολή. Και πήγα στο Πανεπιστήμιο. Και στις εντεκάμιση έφυγα τρέχοντας για να προλάβω το λεωφορείο για Περιβόλια. Και τελικά το λεωφορείο έφτανε μέχρι Καλλιθέα. Και έκανα αγχωμένη τη διαδρομή Καλλιθέα-Περιβόλια με τα πόδια. Για να φτάσω έγκαιρα στη στάση κάτω απ' το ΤΕΙ στις δώδεκα όπως είχαμε κανονίσει. Γιατι δεν είχες κινητό. Και άμα αργούσα θα έφευγες. Αλλά σε βρήκα εκεί.
Με το φως της ημέρας πιο άρρωστο. Πιο τρομακτικό. Είδα για πρώτη φορά τόσο καθαρά αυτά τα άρρωστα ψυχεδελικά μάτια. Και η πρόκληση μεγάλωνε. Και το ένιωθα πως υπήρχες εδώ για μένα και εγώ για σένα. Απο τις βρώμικες γειτονιές της Αθήνας, εδώ, για μένα. Για να ζήσω ό,τι δεν πρόλαβα. Ό,τι δεν κατάφερα.
"Άγγιξε τα άκρα, δοκίμασε τα πάντα, ζήσε τη ζωή σε όλες της τις διαστάσεις, ακόμα και  σε αυτές που τώρα δεν καταλαβαίνεις οτι υπάρχουν. Παίρνοντας lsd ακούς με τα μάτια και βλέπεις με τα αφτιά."
Η ζωή δεν είναι εδώ. Η ζωή είναι στα βρωμερά κοινόβια του Μεταξουργείου. Εκεί είναι η αληθινή ζωή. Που λαχταρούσα να αγγίξω. Να χαϊδέψω. Να αγγίξω απαλά και γλυκά το πρόσωπο όλων αυτών των παιδιών που τα  μάτια τους στάζουν πόνο και μίσος. Για τη ζωή. Για τη γαμωκοινωνία. Πόνος και μίσος. Το ένιωθα και γω. Και ήθελα να το αγγίξω. Να κάνω "μπαμ" και να σκάσω.
Και πίστεψα πως με σένα όλα αυτά θα συμβούν. Και θα είμαι ευτυχισμένη. Αλλά, όπως είπες και συ, και ίσως έχεις και δίκιο "Είμαι πολύ καλή". Πολύ καλή για να μπω σε ένα τέτοιο τριπάκι. Και το πιστεύω πως έκανε "Βζουν" το μυαλό σου. Γιατι δεν είναι καλά το μυαλό σου. 
Γιατι δεν είσαι καλά.
Και τώρα νιώθω πιο δυνατή. Έτοιμη να σε πλησιάσω πάλι, με άλλα μυαλά, με περισσότερες προφυλάξεις. Αλλά εσύ είσαι αυτός που φοβάται. Και σε αφήνω εκέι. Λίγα μέτρα απόσταση.
Μου λέιπεις.

ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Ερωτευμένοι Σχιζοφρενείς

Το ήξερα πως αν έφευγα θα έχανα μια βραδιά που πιθανώς θα είχε άριστες προοπτικές. Και μου το είπες και εσύ πριν φύγω. Πως εγώ χάνω. Το ξέρω πως χανω. Έχασα. Δυο μάτια. Δυο άρρωστα ψυχεδελικά μάτια. Που κάποτε ήταν δικά μου. Ήταν τόσο κοντά στο προσωπό μου και δε χόρταινα να τα χαζεύω. Ήταν εδώ, μες στο σπίτι μου. Στο σπίτι που τώρα εγκαταλείπω. Και πάλι απόψε, ήταν εκεί. Mετά απο καιρό, τα δυο άρρωστα ψυχεδελικά μάτια με το παγωμένο χαμόγελο ήταν εκεί. Και τα βλέμματα μας διασταυρώνονταν. Και μου το είπε και η Δ. Ήσουν εκεί. Με τον Χριστό-παύλα-Άσιμο, που ένα απόγευμα, σε κάποια πορεία, ήταν μπροστά μας. Και μίλαγες μαζί του. Και μου προσέφερε μακαρόνια με ζωμό προβατίνας, πολλούς μήνες μετά, σε μία πλατεία. Και μου κρατούσες το χέρι. Πίσω απο ένα τσούρμο αγνώστων με μαύρο πανό,μου κρατούσες το χέρι. Η Χ. γέλαγε πολύ όταν της είπα πως σε κάποια πορεία ήμασταν χέρι χέρι.
Τα τελευταία βράδια, γυρνώντας σπίτι σε σκεφτόμουν. Τον περασμένο Νοέμβρη. Ανεβαίναμε μαζί την ανηφόρα για το σπίτι μου. Και νωρίτερα, στο Μουσείο, έλεγες στον Γ. "Θα σε πουλήσω απόψε." 
Καθόσουν πολύ κοντά μου σήμερα στην πλατεία. Και ήμουν για λίγο δίπλα στη Σ. Τη ρωτούσα για το σπίτι. Και με κοιτούσες. Και θυμήθηκα πως την ημέρα που μου την γνώρισες ήμασταν μαζί. Το θυμάμαι σαν χτές. Είχες μείνει σπίτι μου. Και το απόγευμα έφυγες για λίγο. Και είχαμε δώσει ραντεβού στο Μουσείο στις πέντε. Και ευτυχώς που δεν είχες ρολόι μαζί γιατί είχα αργήσει τουλάχιστον μισή ώρα. Και με περίμενες εκεί με το ωραίο σου ροζ ριγέ παντελόνι και το ρόζ πουκάμισο. Που μου είπες πως ήταν μπορντώ και έχει ξεβάψει. Με περίμενες με το μπλοκάκι σου στο χέρι. Και ζωγράφιζες. Και μόλις ήρθα, κάθησα για λίγο μαζί σου. Και πήγαμε στο κάστρο μετά. Και χαζεύαμε την απέραντη θάλασσα. Και με κρατούσες σφιχτά στην αγκαλιά σου. Και μετά κάναμε βόλτα στην παλιά πόλη. Και μας είδε μια γριούλα και τους δύο ντυμένους στα πολύχρωμα και τρόμαξε. Και έκανε απότομα στην άκρη. Και εμεις γελάσαμε. Και  συνεχίσαμε τη βόλτα μας στα σοκάκια. Και εκεί βρήκαμε και τη Σ. Απέναντι απο το Θόλο. Μου την γνώρισες και μου είπες πως την πρωτοσυνάντησες στη Σαμοθράκη στις διακοπές σου. Και πως κατα τύχη την ξαναβρήκες εδώ. Και μας κάλεσε στο πάρτυ στο στέκι, την επόμενη μέρα. Και χάρηκες και μου είπες να πάμε. Η Σ. μας γνώρισε μαζί. Μας κάλεσε μαζί. Και απόψε μίλαγα μαζί της και ήσουν πολύ κοντά. Και στο μυαλό μου ζωντάνεψε πάλι εκείνη η σκηνή. Σχεδόν ένα χρόνο πρίν. Και μου ζήτησε τον αριθμό μου. Και είχαμε ανταλλάξει και τότε αριθμούς. Και απόψε με ρώτησε αν έχω κινητό. Ίσως επειδή εσύ δεν είχες. Και το θυμάται. Γιατι τότε της είχαμε δώσει τον δικό μου για να μας βρεί.
Και πήγαμε στο πάρτυ του στεκιού. Μαζί. Και έψηνες σουβλάκια με τον Γ. Και γω καθόμουν λίγο πιο δίπλα. Και σε κοιτούσα. Και κάθε τόσο γυρνούσες και σύ και με κοιτούσες, και χαμογελούσες μισοκλείνοντας τα μάτια. Και όταν απομακρυνόμουν με έψαχνες με το βλέμμα. Και ερχόσουν κοντά μου και με αγκάλιαζες, και μου έλεγες "Που είναι το κορίτσι  μου εμένα;" Και μου έφερνες κρασί και με κορόιδευες για τον χοντρό. Και πήγαμε βόλτα στο φωτισμένο πανεπιστήμιο. Και με κοιτούσες στα μάτια για ώρα και μου έλεγες πως είμαι πολύ όμορφη και πως δεν το πιστεύεις αυτό που συμβαίνει. Και μου είπες πως ήθελες να μείνουμε μαζί το βράδυ. Και μετά δεν ήσουν καλά. Και κοιμήθηκες, εκέι. Κάτω. Στο στέκι. Και γυρίσαμε απο το Πανεπιστήμιο με τα πόδια σπίτι μου.
Ήσουν άλλος άνθρωπος τότε. Άλλος. Μιλούσες. Γελούσες. Μου το είπε και ο Γ. αργότερα. Πως δεν σε είχε ξαναδεί τόσο ευτυχισμένο.
Και γω ήμουν άλλη. Ευτυχισμένη. Πιο ευτυχισμένη απο ποτέ. Και στο δρόμο σε κοιτούσα και σε λάτρευα. Πίστευα πως είσαι ο πιο όμορφος άνθρωπος στη γη. Σε κοιτούσα ενώ κοιμόσουν. 
Και απο τη στιγμή που γύρισα σκέφτομαι συνέχεια το περσινό φθινόπωρο.
Εσένα στη ζωή μου.
Πάλι...

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Επιστροφή και καταστροφή...

Θα γυρίσω. Και δε θα σε βρω εκεί. Και η ζωή μου θα είναι αλλιώς. Θα μετακομίσω. Θα ψάξω για ένα όμορφο σπίτι στην παλιά πόλη. Και η Δ. θα είναι εκεί. Και η Χ. θα είναι εκεί. Και ο Ι. να μας μαζεύει σπίτι του για ηχογράφηση. Στο καινούριο του σπίτι που φτάνοντας στο ισόγειο φωνάζω λόου μπάπ. Αυτό το καλό έχει το Ρέθυμνο. Όπου κι αν πας συναντάς γνωστούς. Και χαμογελάς. Επιστρέφω λοιπόν. Και ο Χ. να του μαγειρεύω για να του βγάζω τα εσωψυχά μου. Και να νιώθω πάλι εκείνη τη φλόγα να μεγαλώνει στην ψυχή μου κάθε φορά που τον βλέπω να απομακρύνεται. Φλόγα αγάπης. Ανθρώπινης πραγματικής αγάπης. 
Και ο αριθμός εκεί. Να επιμένει. 72; 75; 76; 78; Ο αριθμός πάλι εκεί. Να με κοιτάει δειλά και να μου χαμογελάει μόλις με δει κατα τύχη στην παλιά πόλη. Χαμένη υπόθεση πια. Χαμένη. Γιατι η κοινωνία είναι κλειστή, γιατι έχεις και μια αξιοπρέπεια και γιατι, πως να το κάνουμε, είσαι καλή κοπέλα εσύ. Ο αριθμός εκεί. Με μια μπύρα στο χέρι. Ο αριθμός να με κοιτάει δειλά ένα ξημέρωμα, με μια μπύρα στο χέρι και να απομακρύνεται. Φοβισμένος. Και η αρρώστια με το ψυχεδελικό χαμόγελο να χορεύει σαν τρελή. Να χορεύει το ξημέρωμα. Και εκεί να είσαι και σύ. Να σπρώχνεις την αρρώστια. Και να γελάς και να χορέυεις. Εσυ και η αρρώστια. Και ο αριθμός κοντά μου. Και η επιλογή; Λαθος. Και η επιλογή; Σωστή.
Και εγώ. Στο πλοίο. Να ξέρω πως μόλις φτάσω στον Πειραιά θα σε δώ εκεί. Θα σε δω εκεί μετά απο τόσο καιρό. Θα με περιμένεις εκεί. Και θα είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή των διακοπών μου. Ειρωνεία. Μα δε ζω για σένα. Και σε πήρα τηλέφωνο. Και θα ήσουν εκεί. Και παρόλα αυτά καθόμουν στο κατάστρωμα. Και προσπαθούσα να αρπάξω τη στιγμή και να την ασφαλίσω στην καρδιά μου. Μαζί θα καταστρέψουμε το σύμπαν. Η συναντησή μας θα φέρει την καταστροφή. Με εσένα. Που πριν λίγες μέρες χόρευα σε ένα πανηγύρι. Και στο τέλος κάθε στίχου φωνάζαμε όλοι μαζι "Οοοοοοοο". Και ήσουν δίπλα μου και γελούσες πολύ δυνατά. Και παρομοίαζες την κατάσταση με μπάχαλα. Και γω ένιωθα πάλι πως βρισκόμουν στο στοιχείο μου. Ένιωθα πως αρκετά είχα σοβαρέψει. Και ήθελα να την κάνουμε εκείνη τη βόλτα που έλεγες. Και μόλις ήρθε ο Μ. με την πορτοκαλί τσάντα, που μόνο πορτοκαλί δεν ήταν τελικά, με κέρασες, όπως μου είχες τάξει την προηγούμενη μέρα. Και ας έφυγα. Και ας πήγα στο μπαράκι με τα παιδιά. Έκοψα ένα χαρτάκι απο το πρώτο φύλο του καινούριου μου βιβλίου. Σου έγραψα. Σου το έδωσα. Σου είπα να το διαβάσεις μόλις φύγω. Και κουβαλάω πάνω μου κάτι απο σένα. Και μακάρι να σε ξαναδώ. Θέλω να σε ξαναδώ. Να αλλάξω ρόλο. Να χορέψουμε το ταγκό που τελικά δεν προλάβαμε να χορέψουμε. Και να χαμογελάμε κοιτώντας ο ένας τα μάτια του άλλου σε ένα κατάμεστο γήπεδο. Σε ένα νησί. Και να καταστρέψουμε το σύμπαν. Και τον εαυτό μας. Και κλεισμένοι σε μια γκαρσονιέρα στο κέντρο της Αθήνας να καταστρέψουμε τον εαυτό μας. Και να γελάμε. Κοιτώντας και ψιλαφίζοντας τα προσωπά μας. Χωρίς λογική. Χωρίς απόσταση.
Χωρίς λόγια...

Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

Τρεις σκουριασμένες αλυσίδες

Πάλι εδώ. Να κοιτάω τους τοίχους. Ψάχνωντας νόημα. Νόημα για αυτή τη γαμημένη τη ζωή. Ποιό νόημα; Μια σταθερότητα, ένα όνειρο και μια ελπίδα..; Για το αύριο; Εκείνο το αύριο που ονειρευόμασταν μαζί; Μέχρι το αύριο... Μαζί.. Σπουδαία λέξη το μαζί. 
Ξυπνάω με ένα σφύξιμο στο στομάχι. Γιατι η πάλη για το σήμερα και το αύριο και το μεθαύριο είναι δύσκολη. Η πάλη για να αποδείξεις τι στον εαυτό σου; Απο πότε μπήκα σε αυτό το τριπάκι; Απο εκείνη την ημέρα που πάτησα γερά στη γή και μου μουρμούρησα "Πάμε..."; Ή μήπως απο τότε που ένα ξημέρωμα αποφάσισα να κάνω μόνη μου ωτοστόπ με προορισμό μια έρημη παραλία; Ίσως όντως το συναισθηματικό μου κενό να είναι μεγάλο. Ίσως να μην καλύπτεται με κανένα τρόπο. Ίσως να μη φταίς και σύ.
Και ας τραγουδούσα όσο πιο δυνατά μπορούσα, κι ας φώναζα κι ας ούρλιαζα κι ας ζητούσα όλες τις στιγμές που χάρισα στο λόου μπαπ μου πίσω. Πάθος και θυμός. Όχι για μένα. Για την κοινωνία μου. Αδύναμη είμαι και γώ. Και λίγο κακιά. Ναι, θα είχες δίκιο ακόμα κι αν με έλεγες πολύ κακιά. Μα αναγκάστηκα να γίνω έτσι. Αναγκάστηκα. Να καλύψω κάπως τα κενά μου. Να βρω μπαλώματα. Και φαίνεται στα αλήθεια πως ψάχνω για μπαλώματα. Να ντύσουν την ασχήμια μου. Και το παγωμένο μου χαμόγελο. Το χαμόγελο της αποτυχημένης.
Ο χοντρός πάντα θα τραγουδάει. Ο κόσμος πάντα θα τον ακούει. Οι οπαδοί του πάντα θα χαράζουν ανεξίτηλα σημάδια στο κορμί τους που θα φαίνονται διακριτικά-επίτηδες μόλις σηκώσουν το χέρι για να χειροκροτήσουν μετά απο κάθε τραγούδι. Άφησα πολλές στιγμές μου εκεί. Πολλά χαμόγελα και πολλά όνειρα. Πολλά όνειρα σκότωσα κάτω απ' τη σκηνή.
Και ας προσπαθώ να αποδείξω στον εαυτό μου πως δεν κρέμομαι απο σένα. Πως η ζωή μου κυλάει και μακριά απο σένα. Και κυλάει όμορφα. Με τη μουσική μου. Τη μουσική που κορόιδευες. Τις ακροαριστερές μου απόψεις. Τις απόψεις που ποτέ δεν μπήκες στον κόπο να ακούσεις. Τον αγώνα κατά των ναρκωτικών. Έναν αγώνα που πάντα θεωρούσες ανούσιο. Ίσως δικαιολογημένα το νιώθω. Ίσως δικαιολογημένα θέλω με το που φτάσω στην Κρήτη, να πάρω ένα καράβι, να γυρίσω Αθήνα και να ψάξω για τα δήθεν αδέρφια μου. Που θα με αγκαλιάσουν και θα περπατήσουμε μαζί. Νιώθω πάλι πολύ μόνη. Και σπασμένη. Τώρα πια νιώθω πως σέρνομαι όχι μόνο απο μία αλυσίδα αλλά απο τρείς. Τρείς σκουριασμένες αλυσίδες. Και εγω να πλασάρω σε όλους, μα και στον εαυτο μου, τι; Μια δύναμη. Είμαι δυνατή.
Κι άμα περπατάω σήμερα, κι άμα περπατάω λίγο τρεκλίζοντας, είναι επειδή με σέρνουν τρείς σκουριασμένες αλυσίδες...

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Άγγιγμα αγάπης...

Τα παιδάκια μου. Που αλλάζουν μάτια. Με άλλα γεννιούνται και με άλλα καταλήγουν. Με άλλα, γεμάτα αγάπη...
Και σύ. Που αργά το βράδυ, μία νύχτα, σε ένα μαγαζί με πλησίασες. Και μου συστήθηκες. Και στα αυτιά μου έφταναν σκόρπιες ρίμες.

"Είσαι καλή. Θα παλέψεις να σώσεις πολλά παιδιά. Τα παιδάκια σου. Τα μάτια σου εκπέμπουν ανθρωπιά. Θα τα καταφέρεις. Αγαπάς αυτό που κάνεις. Έχεις γεννηθεί για αυτό."
Και ναι.
ΕΧΩ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟ. Και το κατάλαβα και τότε. Τότε που σε κοίταξα γλυκά στα μάτια με αγάπη, πολλή αγάπη, και σου ζήτησα να με βοηθήσεις να κλέψουμε μια σαγιονάρα. Και συ μου είπες να μην ανησυχώ. Και πως θα την επισκευάσουμε. Μαζί. Και χάρηκα γιατι είδα τη γαλήνη στα μάτια σου. Ακόμα και αν μόνο σε μένα φάνηκε γαλήνη. Και με πήρες απ' το χέρι. Με πήρες απ'το χέρι για να ψάξουμε. "Μια παραμάνα ή ενα συνδετήρα" Και ρωτούσα παντού. Και όλοι με κοίταζαν σαν να είμαι χαζή. Περίμεναν όλοι στην ουρά για να πάρουν κρασί. Και γω έψαχνα μια παραμάνα ή ένα συνδετήρα. Και με κρατούσες απο το χέρι. Και ένιωσα ένα κύμα αγάπης να με κατακλύζει. Η αγάπη σου. Ερχόταν απο το χέρι σου. Η αγάπη. Και μου είπες πως δε συναντάς κάθε μέρα μάτια σαν τα δικά μου. Και συγκινήθηκα. Και ένας κύριος απο το διπλανό τραπέζι μας τράβηξε προς το μέρος του. Μας τράβηξε. Μαζί. Μου κρατούσες το χέρι. Και σε ρώτησε αν τραγουδούσες στο kramahoperrata. Και πως η φωνή σου, έτσι όπως την άκουσε τυχαία, ήταν δυνατή και σκέφτηκε πως ήσουν κάποιος απο κεί. Και εγώ χαμογέλασα. Γιατί κάτι μου έλεγε αυτό το όνομα. Πολλά μου έλεγε.Και είπες πως δυστυχώς δεν ήσουν εσύ. Και χαμογέλασες. Το παιδάκι μου. Προφανώς δεν ήσουν εσύ. Ακόμα και αν τα κορίτσια επέμεναν πως μου την έπεφτες. Ήταν αγάπη. Η μία και μοναδική ανθρώπινη αγάπη. Όλο το υπόλοιπο βράδυ έλαμπαν τα μάτια μου. Απο πάθος και αγάπη. Πίστη. Στη ζωή και στην αγάπη. Και ας σε κράτησα λίγο πιο σφυχτά, και ας πόνεσε το χέρι σου. Δεν το ήθελα. Αλήθεια δεν το ήθελα. Και ας ένιωσα τη ροή στις φλέβες του χεριού σου το επόμενο πρωί. Το αίμα να τρέχει τόσο γρήγορα. Το αίμα σου. Απο τη σωστή πορεία αυτή τη φορά. Το αίμα κυλούσε απο τη σωστή πορεία. Και εγώ ήμουν απέναντί σου. Συνεχώς επιζητούσα να σε αγγίξω. Και συ. Μου κρατούσες το χέρι για να με κουνήσεις στην εώρα. Μου κρατούσες το χέρι και η ψυχή μου άρπαζε φωτιά απο αγάπη. Ο σωστός άνθρωπος τη σωστή στιγμή. Και το αίμα κυλούσε απο τη σωστή πορεία. Ήθελα να σου φωνάξω πως σε αγαπάω. Και σου το φώναξα. Με τα μάτια. Και άκουσες. Με άκουσες και γύρισες. Και μου χαμογέλασες.
Και είπες πως αλήθεια ήταν κρίμα που είχαμε τόσο λίγο χρόνο. Θέλω να έχεις χρόνο Μ. Να έχεις πολύ χρόνο και να γελάς. Με τα γλυκά σου μάτια. Και θα σε ξαναδώ. Και θα σε ξαναγκαλιάσω. Και θα μου ξανακρατήσεις το χέρι με αγάπη ίσως σε κάποιο πανηγύρι...

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Υπάρχει αγάπη;

 Δεν ξέρω πως αντέχω ακόμα εδώ. Μέσα στο σπίτι. Με τους γονείς που φωνάζουν όλη μέρα. Για λάθος επιλογές, λάθος κινήσεις και λάθος συνέπειες. Λάθος...
 Και δεν βγαίνω έξω. Γιατι δεν έχω όρεξη ούτε καν να βγω έξω. Δεν ξέρω πραγματικά πώς αντέχω χωρίς τη Δ. να μοιραζόμαστε τους πόνους μας και τη Χ. να δίνει κάθε λεπτό χαρά στη ζωή μου. Κοιτάω το ταβάνι. Και περιμένω να περάσουν οι ώρες. Σε 38 περίπου ώρες θα είμαι Αθήνα. Με τα σακίδιά μου, τους υπνόσακούς μου και την παγωμένη μου καρδιά. Αλλά θα είναι καλά εκεί. Θα έχω τουλάχιστον την αγάπη της Δ. και της Χ. Και το πιστεύω πως με αγαπούν. Γιατι το προσπάθησα. Κέρδισα την αγάπη. Και συ προσπάθησα να με αγαπήσεις. Αλλά μάλλον δεν τα κατάφερα.
 Αλλά δε θα σκάσουμε κιόλας. Δε θα σκάσουμε κιόλας ε;
Εδώ δε σκάσαμε για το "ένατο". Εδώ δε σκάσαμε όταν χάσαμε το λόου μπάπ. Και ας φοβόμουν πως ο χρόνος που είχα μαζί σου τελείωνε. Και ας τον έπρηζα τον Ι. να μάθει κι άλλα. Και ας με έπαιρναν όλοι τηλέφωνο να μου πουν πως σε είδαν στη λέσχη, στο ΤΕΙ, στην παραλία, στην πόλη...  Και ας τραγουδούσα στους δρόμους. Έπαιξα λάθος τα χαρτιά μου. Και έχασα. Ναι λοιπόν. Έχασα κύριοι. Με έφαγε η βιασύνη και... έχασα.

 Πάω Ικαρία. Πάω Ικαρία με τις αγάπες μου. Και δεν θέλω να σε δω εκεί. Δε θέλω να σε δω για αρκετό καιρό. Θυμάμαι, τότε που αποφασίσαμε να πάμε Ικαρία, με ρώτησε η Δ. αν πιστεύω πως στις διακοπές θα συναντήσουμε τον έρωτα της ζωης μας. Ήμουν απόλυτη.
"Όχι"
Τι χαζορομαντικά πράγματα ήταν αυτά. Πιστεύεις στην αγάπη; Πιστεύεις ακόμα στην αγάπη; Ποιος άντρας μας αγάπησε Δ.; Ποιός άντρας δεν μας έκανε να νιώσουμε σκουπίδια, τιποτένιες...; Και συ ακόμα μου μιλάς για αγάπη;
Spoilt.
Και συ μια unspoilt πινελιά μέσα στο φανταχτερό τους κόσμο. Σκύλα θα με πείς. Και συ και όλοι. Και δε θα χετε και άδικο. Σκύλα και πουτάνα. Μα γιατί; Εγώ απλά είχα ένα όνειρο. Και το προσπαθούσα αυτό το όνειρο. Με πολλή επιμονή. Και μόνο εσύ το ξέρεις καλά. Και ας μου φωνάζετε όλοι. Ξέρω πως θα σας ακούσω στο τέλος. Ξέρω πως.... ίσως έχετε δίκιο. Δεν είμαι σκύλα. Στα αλήθει όμως, δεν είμαι σκύλα. Και είπαμε πολλά με το βλέμμα.


Και μετά τι;

Οι πρώτοι μήνες της καινούριας μου ζωής. Και γω στην παραλιακή. Να κλαίω. Να κλαίω με λυγμούς για ένα ψυχεδεκικό χαμόγελο. Για δύο άρρωστα κόκκινα μάτια που αγνoούνται εδώ και μέρες. Και γω να κλαίω. Και να είμαι σίγουρη πως δεν κρύβεται κανένας άλλος θυσαυρός εδώ κοντά.

Ήταν όλα αλλιώς τότε. Όλα. Ακόμα και η εκκλησία απέναντι απο το ΤΕΙ ήταν ξένη. Κουβάλαγε τη βρώμα της Αθήνας. Χάζευα για λίγο τα παιδάκια που μόλις σχόλασαν απο το σχολείο κάτω απ το ΤΕΙ. Με φόντο δυο κόκκινα μάτια. Και ένα αρκουδάκι στην αγκαλιά. Και ένα τρομακτικό, μα αλήθεια ήταν το πιο τρομακτικό ψυχεδελικό χαμόγελο που έχω δεί ποτέ. Κατατρομαγμένη ήμουν, αλλά, σαν να το ζω πάλι τωρα, τρομαγμένη και χαρούμενη. Εκεί μπροστά μου να ζωντανεύουν όλα τα ταξίδια.. στη Γαύδο. Ο πόνος. Να βγαίνει εκεί και να ζωντανεύει μπροστά μου. Και να ξερνάει βρώμα και νικοτίνη. Ένα παιδάκι έβλεπα μπροστά μου. Ένα παιδάκι που του κάνανε δώρο ένα κουκλάκι και τώρα χαίρεται. Και χαμογελούσες με κλειστά μάτια έχοντας αγκαλιά το κουκλάκι. Και γω ήμουν σίγουρη πως ή τρελός ήσουν ή μαστουρωμένος.

Και η παραλία άδεια. Και γω στο πεζοδρόμιο. Στη στάση του λεωφορείου να περιμένω κλαίγοντας. Μόνη. Στην ίδια στάση που πρίν λίγες μέρες η αρρώστια με το ψυχεδελικό χαμόγελο με έβαλε στο λεωφορείο, μου έδωσε ένα γλυκό φιλί και μου είπε πως θα με περιμένει. Ένώ προηγουμένως είχα φάει μια σιχαμερή ομελέτα με φλούδα πατάτας και σιχαμερά τοματίνια. Με φόντο δυο φίδια. Και τη φωνή του Αγγελάκα. Και συ να σιγοτραγουδάς "Πονάει πάντα η πρώτη φορά.." Η αρρώστια να μου σιγοτραγουδάει και να με προσέχει. Και να κοιμάται μαζί με το αρκουδάκι μου.

Και το λεωφορείο πουθενά. Κάθησα σε ένα πεζούλι δίπλα απο το πεζοδρόμιο κοιτώντας την ατελείωτη θάλασσα. Που η ζωή με έστειλε εκεί για να με βασανίσει. Πήρα τη Γ. τηλέφωνο. Της είπα πως πάλι δεν τον βρήκα. Πως πάλι δεν ήταν σπίτι. Και πως του άφησα στα μανταλάκια το στικάκι silkcut και ένα σημείωμα. Και ορκιζόμουν πως δεν υπάρχει κανένας άλλος θυσαυρός εδώ κοντά. Πως δε θα ασχοληθώ με κανέναν άλλον άντρα στην πόλη.. Και γύρισα ξαφνικά το κεφάλι. Και αλήθεια λέω,μακάρι να μην είχα γυρίσει να δω ποιος περνάει. Μακάρι να μην είχα προλάβει να δω ποιος περνάει. Όμως πρόλαβα. Και σταμάτησα για λίγο να μιλάω. Να επεξεργαστώ το καινούριο πρόσωπο. Τόσο ωμά. Ένας ωραίος γκόμενος που σίγουρα δεν ήταν πρωτοετής. Και αμέσως μετά είπα στη Γ. για την ύπαρξή του. "Και μετά και μετά και μετά;" θα ρωτούσε η Χ. μου. Μετα τι; Μετά μια κιθάρα και δυο-τρεις στίχοι απο pink floyd. Που πριν λίγες μέρες ακούγαμε και τραγουδούσαμε σε ένα ήσυχο μαγαζάκι στη παραλία. Και σιγομουρμούριζα στη Χ. με πάθος και νόημα   
"We're just two lost souls
Swimming in a fish bowl,
Year after year,
Running over the same old ground.
What have we found?
The same old fears.
Wish you were here."

Και ένα πεντάευρο πεταμένο κάτω. Και κρυφά βλέμματα που σιγά σιγά πεθαίνουν. Γιατι ζούμε για μια γαμημένη αξιοπρέπεια. Και ίσως έτσι έπρεπε να γίνει.



Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Αριθμοί, ρόλοι και κουκίδες

Τα πρώτα λεπτά της ολοκαίνουριας ζωής σου... Ξεκίνησαν. Γνώριμη φωνή. Γνώριμες φάτσες. Απροσδόκητες συναντήσεις. Σε απροσδόκητα μέρη. Με κρεμασμένες κιθάρες στους τοίχους και μώβ ουρανούς με χρυσόσκονη για ντεκόρ. Και ο αριθμός εκεί. Να επιμένει. Πoτέ δεν συγκράτησα ποιος είναι ακριβώς. 72; 75; 76; 78; Και μετά όλα είναι στο χέρι μου. Και παλεύω κάπως να τα πλάσω. Με φόβο. Μήπως αποτύχω. Μήπως δεν προλάβω. Μήπως..... Και χορεύω.
  Η Χ. και η Π. με κοιτούν με νόημα όσο εσύ μου μιλάς. Δειλά. τι αστείο. Αμήχανα αστείο. Και γω άνετη και χαλαρή. Γιατι; Μήπως γιατι το σήμερα, εκείνο το σήμερα, το θεώρησα ως δείγμα σίγουρης επιτυχίας; Όλα είναι δρόμος. Οι μικρές κουκίδες στο χάρτη που κάπου κάποτε συναντιούνται. Και πάλι μετά. Και συζητάνε για το χθεσινοβραδινό ταξίδι. Για το πλοίο. Για τις ατελείωτες ώρες στο πλοίο. 
  - Ηράκλειο-Αθήνα με Μινωικές και δεν κοιμήθηκα καθόλου. Και ήρθα κατευθείαν και φεύγω το βράδυ.
 
   Η Χ. ήθελε να κάτσουμε κάπου. Ζήτησα αναπτήρα απο κάποιον δίπλα μου. Προσπαθούσα να μην αφήσω την σκέψη "Πόσες βρωμιές έχει κάνει αυτός στη ζωή του" να κατακλύσει το μυαλό μου. Σκόρπιες λέξεις άκουγα. Ήμουν κενή. Πολύ βουητό. Πεινούσα. Έφαγα δύο κρουασάν double. Και μετά πάλι πίσω. 72; 75; 76; 78; Πού; Εκτός λήψης..... Όβερ.................
  "Ένατο λοιπόν." είπα με απογοήτευση στην Χ. Και αμέσως άρχισε να κάνει πράξεις και να μετράει με τα δάχτυλα. Μέσα στο υποτυπώδες χάος. Και η κουκίδα 72 74 75 78. Αλλά τι μας νοιάζει. Εδώ χάσαμε την μεγάλη μας αγάπη. Το λόου μπαπ. Εδώ χάσαμε το λόου μπάπ.....
  Ίσως ζήτησα πάλι αναπτήρα απο τον ίδιο κύριο. Καθόμασταν στο πάτωμα και είχε πλάκα. Ένιωθα άβουλη. Όπου τύχαινε θα πήγαινα. Δε με ένοιαζε. Πάει η παλιά αξιοπρέπεια. Το παλιό πάθος. Τώρα όλα ισοπεδώθηκαν. Έγιναν ένα με τη γη που μετά απο λίγους μήνες αποφάσισα να πατήσω γερά και να μου μουρμουρίσω "Πάμε..." Και αντί να κοιτάξω προς το νότο κοίταξα προς το βορρά.

"Εσύ οδηγάς-εγώ ταξιδεύω
ξέρω τι κάνω-ποιόν κοροϊδεύω;"

Γέλαγα και εκεί. Προσπαθούσα όμως να μην το δείξω. Ο ρόλος μου ήταν άλλος. Και βρήκα και το μότο μου. 
Ρόλους βαράμε. 
Μια ζωή. Και όπως στην παράσταση αναζητάς μια γνώριμη φάτσα στο κοινό για να νίωσεις πιο άνετα, έτσι και γώ ήθελα την Χ. δίπλα μου να την σκουντήξω με νόημα εκείνη τη στιγμή. Και να με κοιτάξει με το ίδιο βλέμμα όπως τότε. Και με την αυστυρότητα βέβαια. Και γω να πιστέψω πιο πολύ στον ρόλο μου. Αλλά να χαμογελάσω κρυφά λίγο πονηρούτσικα. Και να της πω πως φέτος ήταν η χρονιά μας; Και το πιστεύω πως ήταν. Και πως τίποτα δεν αφήσαμε για τον Σεπτέμβρη. Εκτός απο λίγα μαθήματα βέβαια και ένα ταξίδι στη Γαύδο που αμφιβάλλω αν θα γίνει και τότε. Όλα τα άλλα τα αγγίξαμε. Άλλα πολύ, άλλα λίγο. Άλλα δεν καταφέραμε να τα κατακτήσουμε αλλα αρκεστήκαμε στο να τα δούμε απο πολύ κοντά. Όπως και τον Κρόνο. Τον Κρόνο με τον ρομαντικό του δακτύλιο.
Και να πούμε και γειά. Τι νόημα που έχει ένα γειά ε; Και να κλάψουμε σε μια παραλία που το πρωί ξεχειλίζει απο τουρίστες και το βράδυ περιμένει εμάς να γεμίσουμε τις λαχανί ξαπλώστρες της.
Κουκίδες είμαστε που τρέχουμε μέσα στο χάρτη. Και συναντάμε άλλες κουκίδες. Και φεύγουμε. Και ξαναγυρνάμε. Και ξαναφεύγουμε. Μα έτσι είναι και πρέπει να το χωνέψω. Έρχονται και φεύγουν...
Πού να πηγαίνουν;
όλοι το ίδιο.
Άλλοι πεθαίνουν.
άλλοι ζούνε και λίγο.
Όπου κι αν πηγαίνουν, είμαι σίγουρη πως το μόνο που ψάχνουν και το μόνο που έχουν να θυμούνται.. 
είναι η αγάπη...


Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Ο περαστικός

  Δεν κοιμήθηκα καθόλου καλά απόψε. Έβλεπα συνεχώς εφιάλτες. Και ξύπνησα εξίσου άσχημα. Φυσικά και θέλω να σε δώ. Φυσικά και μου λείπεις. Αλλα όχι έτσι. Όχι στο χάος της Αθήνας κοιτώντας συνεχώς το ρολόι. Γιατί εκεί και σύ και γώ θα πρέπει να γυρίσουμε κάποια στιγμή σπίτι. Και δε θα μας χωρίζει απόσταση τριών χιλιομέτρων. Με τρελαίνει η σκέψη πως απο δω και πέρα θα σε βλέπω για λίγες ώρες. Δεν ξέρω αν μπορώ να τo ζήσω έτσι.
 Νιώθω ένα τρομερό βάρος στο στήθος. Χτες μιλούσα στην Κ. για σένα και προσπαθούσα να το δω αλλιώς. Να το συνειδητοποιήσω πως ήσουν περαστικός. Δεν ξέρω αν σου αξίζει η αξία που σου έχω δώσει. Μάλλον δεν σου αξίζει. Και στο είχα πεί.

Γιατί ξέρεις πως εσύ το χάλασες.
Εσύ το χάλασες εκείνο το βράδυ στο πάρτυ της κατάληψης. Παρόλο που αποφάσισα να το συνεχίσω, ήξερα πως δεν το αξίζεις. Ό,τι είπαμε εκείνο το βράδυ με έχει σημαδέψει πολύ. Μα ακόμα πιο πολύ το σημάδι στο λαιμό σου.
Δεν μπορώ να το ξεχάσω. 
Ούτε το πώς με έκανες να νιώσω. Πως χάνω τη γη κάτω απ τα πόδια μου. Στο ίδιο μέρος. Στο μέρος που πρίν λίγες μέρες είχα αποφασίσει να πατήσω γερά στην ίδια  γη και να μου μουρμουρίσω "Πάμε..." Ανέκφραστος είσαι. Κάπως σαν να το χω ξαναζήσει αυτό. Κάποια παρόμοια κατάσταση. Προφανώς και είμαι πιο δυνατή τώρα. Προφανώς και βλέπω τα πάντα πιο ρεαλιστικά. Αλλά κάτι με κρατάει κοντά σου...

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Και εσυ;

Θέλω να βάλω το πρόσωπό μου μέσα στο μαξιλάρι και να κλαίω. Να κλαίω μέχρι να κουραστώ τόσο πολύ. Και μετά να με πάρει ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω. Και αύριο να είναι μια νέα μέρα. Μια μέρα που ίσως ακούσω πάλι τη φωνή σου. Δω το όνομά σου στην οθόνη του κινητού μου και χαμογελάσω. Και τότε η καρδιά μου πάλι χτυπήσει γρήγορα. Και το στομάχι μου γεμίσει πεταλούδες. Όπως τότε. Τις πρώτες φορές που βρισκόμασταν. Την πρώτη φορά που ήρθα σπίτι σου. Ντύθηκα κοριτσάκι. Έβαλα και κραγιόν. Πήρα τον Σίμπα στην αγκαλιά μου και ξεκίνησα για το σπίτι σου. Και στο δρόμο του σιγομουρμούριζα "Πάμε στο Δημήτρη μας τώρα. Θα είσαι φρόνιμος ε; Στο Δημήτρη μας, ακους;" Περισσότερο το έλεγα για να το ακούσω εγώ. Ένιωθα τόσο υπέροχα εκέινη τη βραδιά. Χαμογελούσα σε όλο το δρόμο και ανυπομονούσα να δώ το πρόσωπό σου. Κανένας ενδοιασμός και καμία αμφιταλάντευση. 
Και τα είχες ετοιμάσει όλα τέλεια. Και είδαμε ταινία. Και δεν πρόσεχα καθόλου την υπόθεση. Ακόμα και αν δεν είχε υπότιτλους, όπως σου είχα πει. Ήσουν δίπλα μου και δεν μπορούσα να δώσω ούτε λίγη σημασία στην ταινία. Απλά χανόμουν στην αγκαλία σου. Και μετά στη μουσική. Ακόμα θυμάμαι που σε ρωτούσα κάθε πέντε λεπτά τι σκέφτεσαι. Και η απάντησή σου ήταν τις περισσότερες φορές "Μουσικούλα" ή "Κομμάτι". Και στράβωνα τα μούτρα. Αλλά το καταλαβαίνω πως συνεχώς στο μυαλό σου έπαιζει μουσική. Και μένα για αρκετές μέρες αφότου έφυγα έπαιζε το roads. Απο τότε που σε γνώρισα και μετά έχω κολλήσει με portishead. Kαι θυμάμαι τότε. Στο σπίτι σου. Εγω και σύ. Αγκαλιά. Και απο τα ηχεία σου να ακούγονται portishead. Πόσο πιο μαγικά.
 Και συνεχώς φοβάμαι πως είσαι με άλλη. Με κάποια όμορφη κοπέλα που γνώρισες σε κάποιο κλάμπ. Και πως σου αφήνει τεράστια σημάδια στο λαιμό. Σε σημαδεύει. Και πια δεν είσαι δικός μου. Είσαι μιας άλλης. Μα μου είχες πει πως κανείς δεν είναι κτήμα κανενός. Και τώρα θα είσαι μιας άλλης. Και θα μαγειρεύεις σε κάποια άλλη. Και κάποια άλλη θα σε φιλάει όταν ξυπνάς. Και κάποια άλλη θα ακούει nonstop τα καινούρια σου κομμάτια. Θα είσαι με κάποια άλλη και θα αναρωτιέσαι πλάι της "Που πάει ο καιρός που φεύγει και όταν φτάνει ξαναφεύγει." Ίσως όμως αυτή είναι πιο τυχερή. Ίσως ο καιρός μαζί της δε φύγει.
Ή ίσως εσύ δε φύγεις μαζί με τον καιρό.
Μου λείπεις. Μου λείπεις πολύ. Το γέλιο σου, το βλέμμα σου, το χαμόγελό σου, τα μαλλιά σου, οι δύο φυσικές τζιβούλες σου, τα χείλη σου...
 Αλλά μέρα με τη μέρα σε νιώθω όλο και πιο μακριά μου. Οι ώρες που περνούν μοιάζουν να μας χωρίζουν όλο και περισσότερο.
Απόψε νιώθω πολύ τρωτή. Όπως τη νύχτα του αποχαιρετισμού. Νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν πολύ συχνά. Και συ δεν είσαι εδώ να μου πάρεις χαρτομάντηλα απο το περίπτερο δίπλα απο το σπίτι της Δ. Εσύ δεν είσαι εδώ να με αγκαλιάσεις. 
Εσύ δεν είσαι πια στη ζωή μου.


Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Ανάμνηση...

 Και η λογική μου μου λέει να χαλαρώσω. Που είναι η ανέμελη Β. που ένα Σαββατο βράδυ περιτρυγυρισμένη απο γνωστές-άγνωστες φάτσες προσπαθούσε να αποφασίσει ποια είναι η καλύτερη επιλογή; Και μετά το άφησε στην τύχη. Και έκανε αμπεμπαμπλόμ. Και γελούσε με τον εαυτό της μαζί με αυτούς που βρίσκονταν γύρω της. Και επινοούσαν νέες χορευτικές κινήσεις. Και όλοι της έλεγαν να τολμήσει.
  Αξίζει να τολμάμε. Αξίζει να ζούμε. Δε μετανιώνω. Δεν ξεχνάω.
 Εγώ είμαι αυτή που ρίσκαρα, εγώ είμαι αυτή που προσπάθησα για μας. Που συγχώρεσα. Ακόμα και το χειρότερο που θα μπορούσες να μου είχες κάνει την παρούσα στιγμή. Σου το συγχώρεσα. Σου τα συγχώρεσα όλα. Σε πίστεψα. Σου έδωσα χώρο μες στην καρδιά μου. Ακόμα και αν τώρα είσαι μακριά. Ακόμα και αν έχω μέρες να μάθω νέα σου. Ακόμα και αν δεν σε εμπιστεύομαι ούτε λίγο.
  Ξύπνησα άσχημα σήμερα. Είχα το κινητό δίπλα απο το μαξιλάρι όλο το βράδυ. Κανένα νέο σου. Κανένα σημείο ζωής. Το κινητό κλειστό. Μα εγώ γιατί να ανησυχώ έτσι; Ήταν απλά ένας υπέροχος μήνας. Μια εμπειρία που αν και απο την αρχή ήξερα την κατάληξή της, διάλεξα να τη ζήσω. Μα τι άσχημο να αποκαλώ όλο αυτό που έζησα και ένιωσα για σένα απλά "εμπειρία".
 Όσο ήμασταν μαζί το αποκαλούσα όνειρο. Ήταν μια ονειρεμένη καθημερινότητα. Τώρα είναι πολύ πιο απλό. Μια εμπειρία. Που ανήκει στο παρελθόν. Που οι δείκτες του ρολογιού την έχουν αφήσει πίσω.
Σε λιγότερο απο ένα μήνα θα είμαι πάλι εκεί. Στην πόλη που σε γνώρισα και πέρασα όλες αυτές τις υπέροχες στιγμές μαζί σου. Μα πως; Θα ξαναπερπατήσω στα ίδια σοκάκια. Θα ξανασυναντήσω τα ίδια άτομα. Τους φίλους, τους γνωστούς σου. Και εσύ δεν θα είσαι εκεί.
  Θα κυνηγήσεις το ονειρό σου όμως. Θα παλέψεις. Και ξέρω πως σου δίνει ζωή αυτό. Να παλεύεις και να φτάνεις όλο και πιο κοντά στο όνειρο.
 Όσο για μένα, μετράω τις μέρες που μένουν μέχρι τις διακοπές. Με την Χ. και την Δ. για κάμπινγκ.
Σε λίγες μέρες θα αρχίσω να φτιάχνω λίστες με τα πράγματα που θα μας χρειαστούν. Αν και τα έχω κάπως οργανώσει στο μυαλό μου. Η ζωή μου κυλάει. Το βλέπεις. Και η δική μου ζωή κυλάει. Ακόμα και αν αρνούμαι να το παραδεχτώ.
   Όμως ακόμα και οι διακοπές που σχεδιάζω μου θυμίζουν εσένα. Οι βρωμερές κονσέρβες με σκουμπρί μεγάλο που κορόιδευες. Ο κρεμασμένος φακός στο δέντρο. Τα αστέρια που χαζεύαμε. Η άμμος που υπήρχε ακόμα και μέσα στα αυτιά μας. Ξέχασα να σου πώ πως ο υπνόσακός μου είχε ακόμα άμμο. Δεν τον είχαμε τινάξει καλά. Τον άνοιξα στο πλοίο καθώς επέστρεφα και βρήκα εκεί την άμμο μας. Χαμογέλασα τότε. Και μου έλεγες πως αυτό που ζούμε δε θα το ξαναζήσουμε. Το ξέρω. Για αυτό και γω το άρπαξα σφυχτά και το έβαλα στην καρδιά μου. Και υπάρχει ακόμα εκεί. Και κάθε φορά που κλείνω τα μάτια ξαναζώ τις στιγμές μας.
Ελπίζω να είσαι καλά....

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Μέχρι το αύριο...

  Ακόμα είσαι στη ζωή μου. Είσαι εδώ. Στο μυαλό μου. Η σκέψη μου σε σένα και στις στιγμές που περάσαμε. Ακόμα και αν με μάλωνες να μην το αποκαλώ στιγμές όλο αυτό. Ακόμα και αν με μάλωνες με εκείνο το γλυκό σου ύφος και εγώ φοβόμουν για λίγο. Στιγμές εγώ θα το λέω. Στιγμές και τότε που με μάλωσες πολύ επειδή άφησα το ποτήρι με το νερό δίπλα στο pc σου και κατα λάθος το έριξες. Ήταν η πρώτη φορά που με μάλωσες τόσο. Αφού ξέρεις πως δεν το ήθελα. Και κρυβόμουν σαν παιδάκι που έκανε ζημιά για να μη σε βλέπω να με μαλώνεις. Και μετά το ήξερες πως ήθελα μια μεγάλη αγκαλιά για να ηρεμήσω.
  Μου λέιπεις.
Έρχεσαι στα όνειρά μου τα βράδια όμως. Και εκεί προσπαθώ να σε αγγίξω. Να κάνω τα πάντα για να σε κρατήσω. Αλλά και πάλι. Και απο κεί φεύγεις. Ακόμα και απο τα όνειρά μου φεύγεις.
  Θέλω να αγγίξω το πρόσωπό σου για λίγο. Να σε παρατηρώ όταν κοιμάσαι. Και να σου χαϊδεύω τα μαλλιά. Και εσύ να μισοξυπνάς. Και ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο σου να λές χαζομάρες. Και γω να γελάω. Και συ μετά να ξυπνάς και να μου εξηγείς πως πάλι δεν ξερεις τι λές μέσα στον ύπνο σου. Και  γω τότε να σε αγκαλιάζω γλυκά. Και να σε σκεπάζω για να μην κρυώσεις. Και συ πάλι να μου γκρινιάζεις πως θα πεθάνεις απο τη ζέστη.
  Και τότε τα μάτια σου να κλείνουν πάλι. Και τότε το πρόσωπό μου να σκοτεινιάζει. Ευτυχώς που κοιμόσουν αγάπη μου και δεν έβλεπες το πρόσωπό μου να σκοτεινιάζει. Φοβόμουν. Το τέλος. Στο είχα πει πολλές φορές. Το τώρα φοβόμουν. Το τώρα που είμαι μακριά σου και δεν σε έχω εδώ δίπλα μου όταν κοιμάμαι. Ακόμα και τώρα ξυπνάω τα βράδια και σε ψάχνω δίπλα μου. Ψάχνω μισοκοιμησμένη τα χέρια σου και είμαι έτοιμη να σου πω "αγκαλιά". Αλλα δεν είσαι εδώ. Και δεν ξέρω αν ποτέ θα ξαναξυπνήσεις δίπλα μου. Και αν ξυπνήσεις δεν ξέρω αν θα είμαι δυνατή εκείνο το βράδυ να κοιμηθώ. Νομίζω πως θα σε αφήσω απλά να κοιμάσαι δίπλα μου. Και εγώ θα σε παρατηρώ.  
  Όπως και τότε στην Πρέβελη. Η πρώτη φορά που κοιμήθηκες δίπλα μου. Και γω σε παρατηρούσα. Και σου έδιωχνα τις μύγες. Και έπαιζα με τα μαλλιά σου. Και παρόλα αυτά δεν ξυπνούσες. Και κάθε φορά που γάβγιζε ο Σίμπα κρυβόμουν πίσω απο το σεντόνι για να μην καταλάβεις ότι είμαι ξύπνια.
  Αυτές οι στιγμές τριγυρίζουν συνεχώς στο μυαλό μου. Αυτές οι στιγμές μου λείπουν. Οι απλές στιγμές που ήσουν μαζί μου. 
Που ζούσαμε με πάθος το τώρα και σχεδιάζαμε το άυριο. 
Μέχρι το αύριο....

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Και δε γυρνάς πια

  Eδώ και ώρα κοιτάω το απο χτές αφημένο λάπτοπ πάνω στον καναπέ. Και γω να μην έχω κουράγιο να πάω μέχρι εκέι και να το ανοίξω. Για ποιο λόγο; Για να γράψω τις σκόρπιες σκέψεις που κολυμπάνε εδω μέσα; Για λίγη ώρα ζητιάνευα μια φράση μέσα στο νου μου. Μια φράση για να αρχίσει η ροή. Η ροή του χάους που επιδιώκω να βγάλω απο δω μέσα. Απο το κεφάλι μου που πάει να σπάσει. Σηκώθηκα τελικά και το πήρα το λάπτοπ. Το άνοιξα.
 Ακόμα και αν γράφω, οι σειρές που γεμίζω μου φαίνονται λίγες. Μα εγώ δεν είμαι δυνατή μαμα; Εγω δεν γελάω και δεν ονειρεύομαι; Να κάνω και τους άλλους να γελούν. Τα παιδάκια μου. Που αλλάζουν μάτια. Με άλλα γεννιούνται και με άλλα καταλήγουν. Με άλλα, γεμάτα αγάπη. Έτσι βλέπω τα παιδάκια μου καθημερινά μαμά. Με τα νέα μάτια που δεν φοβούνται να μιλήσουν για τα παλιά. Με τα νέα μάτια που αγαπούν. Θελω μια μεγάλη αγκαλιά. Οι τρείς μας. Και να φωνάξουμε δυνατά. Και όλα να φύγουν απο το κεφάλι μου. Και το ονειρό μου, πάλι, εδώ, να μου χαμογελά και να με κοιτά με τα γλυκά ταλαιπωρημένα μάτια που χτίζουν την αγάπη. Χτίζουν την αγάπη. Χτίζουν όσα για χρόνια γκρέμιζαν. Και ουρλιάζουν. Για όλα τα χαμένα βράδια τους. Ματώνοντας το λαιμό τους...
Δεν έχω φωνή μέσα μου. Δεν έχω δάκρυα. Αν μπορούσα κάπως να εκφραστώ, πολύ θα ήθελα να σπάσω ό,τι βρώ. Να το πετάξω στον τοίχο. Αλλα δε μπορώ. Κάτι με κρατάει. Κάτι που ίσως μου έβγαινε να ονομάσω αρρώστια. Αλλά ξέχασα, κοροϊδεύεις την αρρώστια. Αρνείσαι την υπαρξή της. Σου φαίνεται γελοία ε; Ποτέ δε με κατάλαβες. Ποτέ δεν προσπάθησες να καταλάβεις οτιδήποτε. Βολεύτηκες σε ένα κέλυφος πολύ σκληρό για να σπάσει με τις όμορφες λέξεις μου. Που τάχα καταλάβαινες. Προφανώς και δεν καταλάβαινες. Ο χρόνος περνά όμως. Και δε γυρνά. Και σύ. Περνάς μαζί του.
Και δε γυρνάς πια.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Μείνε

Ωραίο πράγμα να ξυπνάω το πρωί και να σε βλέπω δίλπα μου να κοιμάσαι. Ωραίο πράγμα να είσαι εδώ. Να μπορώ να αγγίξω το πρόσωπο σου και να σου μουρμουρίσω καλημέρα. Να σου χαιδεύω τα μαλλιά για να κοιμηθείς και συ να γκρινιάζεις. Και να γελάς.
Να είσαι εκεί. Δίπλα μου.
Και να ονειρευόμαστε. Ακόμα και αν τα ονειρά μας δεν φτάνουν πέρα απο το αύριο. Μου αρκεί το αύριο. Οι εκδρομές και οι παραλίες, Και το κάψιμο στην πλάτη μου. Και οι φροντίδες σου.
Οι στιγμές μας.
Μακάρι να μπορούσα να σου πώ ότι σ αγαπώ. Μακάρι να μην τελείωνε έτσι ο χρόνος.
Μείνε. Μα το ξέρω πως μπορεί να συμβεί. Μείνε άλλο λίγο.
Είσαι ένας γλυκός άνθρωπος που ένα ξημέρωμα σε μία έρημη παραλία μπήκε στη ζωή μου. Και έμεινε.
Μείνε...

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Αγαπη

Ένα πράγμα θέλω απο τους ανθρώπους. Ένα και μοναδικό. Την αγάπη. Είσαι διατεθειμένος να μου την δώσεις;
Ναι. Αγάπη ζητάω. Αν είσαι εδώ για αυτό. Μείνε.
Αν όχι.
Αντίο.
Καμία αμφιταλάντευση. 
Κανένα χάος. 
Μόγο αγάπη.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Έρχονται και φεύγουν

 Ύπνος. Κοιμήθηκα για να μην σκέφτομαι. Για να μην περιμένω. Κοιμήθηκα και έβλεπα στο όνειρό μου λιμάνια και μισοφαγωμένες σοκολάτες... Και μόλις ξύπνησα είδα λίγο φως να μπαίνει απο το παντζούρι. Ξημέρωσε σκέφτηκα. Αλλα δεν ήταν μια νέα μέρα. Ήταν η ίδια. Δεν είχα καταφέρει να αφήσω πίσω μου αυτή τη μέρα. Με βαραίνει. Με φοβίζει πάλι. Με αδρανοποιεί. Δεν έχω καταφέρει να αφήσω τίποτα πίσω μου.
  Μα έτσι είναι και πρέπει να το πάρεις χαμπάρι κάποτε. Δρόμος είναι η ζωή. Έρχονται. Φεύγουν. Είναι εκεί δίπλα σου και ξαφνικά εξαφανίζονται. Και αναρωτιέσαι γιατί. Πέφτεις χαμηλά. Αγγίζεις το χώμα. Μέχρι που καταλαβαίνεις πως δεν πάει πιο κάτω. Παλεύεις να σηκωθείς. Μα δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Να σηκωθείς. Μόνη. Πατώντας γερά στα πόδια σου.  Να σηκωθείς και να δείς το φως του ήλιου. Ενός ήλιου που χάζευα να δύει σε μια παραλία. Και συ ήσουν εκεί. Αμήχανος. 
 Πολλές φορές θέλω να ουρλιάξω. Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά. Να ουρλιάξω για όλα τα χαμένα βράδια μου. Ματώνοντας το λαιμό μου. Να ουρλιάξω.
 Θα γελάσω. Δυνατά. Σε λίγη ώρα θα συναντήσω την Δ. Θέλω να κάνουμε όνειρα. Για τις διακοπές μας. Για την επόμενη χρονιά που έρχεται γεμάτη εκπλήξεις. Έτσι είναι η ζωή. Έρχονται και φεύγουν. Πρέπει να το δεχτώ. Πρέπει να χαμογελάω απο δω και πέρα μόλις μου περνάει απο το μυαλό.
Έρχονται και φεύγουν.

 

Φοβάμαι

 Να προσέξω τον εαυτό μου. Να προσέξω εμένα. Εμένα πάνω απο όλα μου λέει η Χ. Εγώ όμως δεν ξέρω ποια είναι τα όρια μου. Και πως μπορούμε να ξέρουμε τα όριά μας χωρίς να τα ψαξουμε πρακτικά; Μα αν αυτό είναι που θα μας καταστρέψει; Αν ψάχνοντας τα όριά μας, τα ξεπεράσουμε και μας καταστρέψουμε; Τόσο απλό. 
 Μήπως αν αρχίσω διάβασμα να νιώσω καλύτερα; Μήπως αν αρχίσω να κάνω περισσότερα πράγματα για τον εαυτό μου να είναι καλύτερα; Μήπως τότε νιώθω πως δε με παραμελώ;
                      ΦΟΒΑΜΑΙ
Πάλι. Και το κακό είναι πως είμαι μόνη. Στο σπίτι μόνη. Χωρίς μια οικογένεια που γυρνώντας σπίτι θα έβλεπες στα μάτια της την αγάπη που αναζητάς παντού. Ψάχνω ανθρώπους. Και ταυτόχρονα τους φοβάμαι. Και τραβιέμαι. Κάνω ένα βήμα μπρός, μετανίωνω, γυρνάω και μετά πάλι απ την αρχή. Πάλι ξαναπροσπαθώ. Δεν ξέρω που βαδίζω. Καμία αμφιταλάντευση τώρα. Τώρα σκέτο χάος. Θα φύγει. Θα φύγει το χάος. Το θέμα είναι τι θα αφήσει πίσω του. Ελπίζω όχι κενό.
Και το κενό καλύπτεται; Ή διαγράφεται;

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Τετραγωνισμένα φύλλα...

Τετραγωνισμένα φύλλα
φύλλα πουλημένης έκφρασης
φιγουράρουν αποβλακωτικά
πίσω από πάγκους
με χυμένα σκουπίδια.

Έγινε το rock στοίβες αποτσίγαρων

από πελάτες pub
που τραβολογιούνται
από τα ίδια και τα ίδια
από χιλιοτυπωμένες φάτσες
λόγια και παραγγελιές
για κανάλια φυγής.

Ταβέρνα, καφετέρια, pub,

στρατόπεδο, σπίτι
Κόλλησαν όλα στο μυαλό μου
σαν χυμένοι καφέδες
ξεραμένοι στα ίδια και τα ίδια
λουστραρισμένα τραπεζάκια.

Έμποροι μεταπουλούν

την ευχαρίστηση
με δόσεις άφιλτρων χειμάρρων κοροϊδίας
σ' αντάλλαγμα χρυσάφι
και πιοτό για παραλλαγή.

Ο χοντρός με την κοιλιά

με λιγουρεύεται
ασθμαίνοντας μια ανάγκη μου
κολλημένο κατοστάρικο
στη γυαλιστερή καράφλα του.

Ένα τσιγαράκι ρε φίλε.

Ένα τσιγαράκι ακόμη.
Να το κόψω.
Να κόψω τον πονοκέφαλο
που τσεκουρώνει ύπουλα
το κανάλι των σπερμάτων.
Φαντάρια με μπλουζάκια
παρελθοντολογικών νοήσεων
μυρηκάζουν χαμένες ανάσες
μέσα σε στενά μπλου-τζιν
που ξεβάφουν
αίμα και θειάφι.

Ξεράσματα ποτάσας

ζητούν κατοικία
ζάχαρες λύτρωσης
μιλώντας για κόσμους
γαλήνιους, μπατσοφορεμένους
με περιπολικά
σε περιπολίες στα στέκια
στα στέκια που αλήτες
αλήτες αλλάζουν
την πορεία στο αίμα τους.

Να θυμηθείς ρε, να παραβγούμε

στο τρέξιμο
σε μια έρημη αμμουδιά
να μη μας βλέπει κανένας
με πεθαμένα κοχύλια,
να ξεφυσήσουμε
νικοτίνη και σιχαμάρα
στα σπλάχνα τους
Να ουρλιάξουμε
ματώνοντας το λαιμό μας
για όλα τα χαμένα βράδια μας
Να ουρλιάξουμε...

Νεκροκεφαλές σε μηχανάκια

ψάχνουν σάρκα απ' τη σάρκα μας.
Ξεράθηκαν τα χείλη μας
μιλώντας
για τα ίδια και τα ίδια
κι εσύ κοριτσάκι
να μην έχεις καταλάβει τίποτα
τίποτα να μην έχεις καταλάβει
Παρά να φεύγεις μακριά
ξεπουλώντας, αυνανίζοντας
όλα τα βράδια που σου χάρισα
με το κορμί μου,με τα χείλη μου
σ' όλες τις κοινωνικές
τις μασημένες σεμνότητες
των ιριδικών καταπιέσεων.

Να σε σεργιανίσω σ' όλους τους τάφους

που λυτρώθηκαν
φτωχοί αυτόχειρες
στρατιώτες εικοσάχρονοι
με μελανιασμένες κατανοήσεις
φτωχοί αυτόχειρες...

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Αμφιταλάντευση...

 Και όλα ξεκίνησαν απο μια πλάκα; Απο μια τολμηρή κίνηση εγώ και η Χ. ένα Σάββατο βράδυ όταν μόλις είχα αποφασίσει να πατήσω γερά στη γή και να μου μουρμουρίσω "Πάμε...". Μιλώντας στα φαντάσματα. Αναζητώντας σκοτεινά πρόσωπα. Δειλά βλέμματα που κάθονται μόνα με μια μπύρα στο χέρι. Και κοιτούν. Και αν τύχει χαμογελούν αμήχανα. Και αμέσως φεύγουν πριν προλάβεις να τους πάρεις κουβέντα. Και συ αναρωτιέσαι γιατί. Και η γή που αποφάσισες απόψε να πατήσεις σου φαίνεται μετέωρη.
Και οι άνθρωποι γύρω σου χορεύουν. Άλλοι χτυπιούνται, άλλοι κινούνται ήπια και άλλοι απλά κοιτούν. Εσύ. Πάλι με τα ίδια μάτια. Φοβισμένα είναι; Κοιτάς. Δεν ξέρω αν μετανιώνω. Δεν ξέρω αν με νοιάζει πια το βλέμμα απορίας και το ειρωνικό χαμόγελο σου μόλις με αντίκρισες τις προάλλες εκεί. Περίεργο.
Έκανα τις επιλογές μου. Ίσως σωστές. Ίσως λάθος. Ήσουν πάλι πολύ κοντά. Και δε με ένοιαζε. Μακριά θα είσαι πάντα. Εγώ τι κάνω; Ψάχνω να με βρώ. Στα δρομάκια, στις πλατείες, στα παρκάκια. Ψαχνω να με βρώ. Ανάμεσα σε βρωμοχίπιδες στα σοκάκια και σε πλούσια παιδάκια που μόλις την είδαν κουλτούρα. Εγώ που είμαι; Εγώ τι κάνω; 
Αμφιταλάντευση.
Πάντα αμφιταλαντευόμουν. Δυο ζωές. Δυο αντικρουόμενοι κόσμοι. Μια επιλογή. Και στη μέση εγώ. Είναι αστείο. Χτες με έπιασε σπαστικό γέλιο και ήθενα να ουρλιάξω. Πως δεν είναι δυνατόν. Εγώ εκεί. Εγώ μέσα σε ένα τέτοιο παιχνίδι; Ήταν όντως σχέδιο; Δικό μου; Υπήρξε όντως η επιλογή; Ή ήταν αυταπάτη; Η ζωή είναι δικιά μου. Η ζωούλα μου που πρέπει να την προσέχω. Να μην αφήσω κανέναν να την πατήσει με μανία.
Η ζωούλα μου που η μαμά μου τόσο πολύ αγαπά. Η μαμά μου....
Ακόμα προσπαθώ να με κάνω να με αγαπήσω. 
Πρέπει να με αγαπήσω.


Περνούν...

Οι άντρες περνούν, μαμά.
Μου στέλνουν πάντα καρτ-ποστάλ
Από νησιά, μαμά.
Κι είναι πολύ συχνά,
Μποέμ αρτίστες, μουσικοί
Αμήχανα παιδιά.

Οι άντρες περνούν, μαμά.

Προσφέρουν δώματα με θέα
Σε βαθειά νερά.
Τους νιώθω μυστικά,
Να επιθυμούν ωκεανούς
Μα πάει η καρδιά ρηχά.

Οι άντρες περνούν, μαμά.

Πώς θα'θελα να φέρω κάποιον
λίγο πιο κοντά.
Μ'αυτοί περνούν, μαμά,
Κι αφήνουν ρέστα στην καρδιά.

Οι άντρες περνούν, μαμά.

Αστέρια που αφήνουν ίχνη
οι νύχτες του έρωτα.
Με βία που ζητά,
Ενός αδέσποτου παιδιού
Να κλέψει την καρδιά.

Οι άντρες περνούν, μαμά.

Πώς θα'θελα να φέρω κάποιον λίγο πιο κοντά.
Μ'αυτοί περνούν, μαμά.
Κι αφήνουν ρέστα στην καρδιά.

Οι άντρες περνούν, μαμά.

Μ'ένα χαμόγελο που μοιάζει με γκριμάτσα πια.
Κι αφού χτυπούν, μαμά,
Μ'αφήνουν με τα όνειρά μου,
Μόνη μου ξανά.

Οι άντρες περνούν, μαμά.

Τί θα κερδίσω αν φέρω κάποιον
Λίγο πιο κοντά.
Αφού περνούν, μαμά
Κι αφήνουν ρέστα στην καρδιά...

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Πάλι...

"Εγλώβισα ολες μου τις προσδοκίες σε ένα παγωμένο χαμόγελο. Τρομακτικό παγωμένο χαμόγελο. Ηταν δικό μου. Ένιωθα την έκσταση που τόσα χρόνια ονειρευόμουν."

Και ήταν πάλι εδώ. 
Ήταν πάλι δίπλα μου.
Τρόμαξα πάλι και πάγωσε η καρδιά μου.  
Παλιές μυρωδιές φέρνουν παλιές θύμισες. 
Πληγές.
Που όσος χρόνος και αν περάσει μένουν εκέι. Ίδιες με εκείνη την ημέρα. ΄Ιδια μάτια. Εκείνα. Πάλι απέναντί μου. Πάλι τόσο κοντά μου. Πάλι άρρωστα. Πάλι ψυχεδελικά. 
Πάλι άρρωστο παγωμένο χαμόγελο.
"Η αρρώστια με το παγωμένο βλέμμα ξημερώματα έξω απο το αστυνομικό τμήμα."


Η αρρώστια πάλι απέναντί μου. 

Και......                                      ΚΕΝΟ


Απλό κενό. Απερίγραπτο. Όπως εκείνο το βράδυ σε εκείνο το παρτέρι.
Πάλι δεν υπήρχε λόγος να αντιδράσω. Η αρρώστια ακούει μόνο τον εαυτό της. 
Πάλι εγω και συ. 
Εγω εσύ και το παρελθόν. Εγώ εσυ και το τίποτα.
Εγώ, εσύ και το χτύπημα μιας καρδιάς. 
Της δικής μου.                                     
                                     Εσένα σου τελείωσε. 
Κάποιος, κάποτε, μαμά, δε θυμάμαι ποιος, μου είπε να σου πω πως έχω αμυγδαλωτά μάτια....
Κρίμα, αλλά εγώ το ξέχασα...
Η αρρώστια έχει πάντα δίκιο. Η αρρώστια με τα παγωμένα μάτια και το τρομακτικό ψυχεδελικό χαμόγελο. 
                 Στιγμές είναι η ζωή.     Σκόρπιες.       Ενωμένες.
Μακάρι να μπορούσες να γυρίσεις. Όχι σε μένα.
Στη ζωή. 
Που η μάνα σου κάποτε σου χάρισε και συ την πέταξες.


Εγώ τώρα είμαι καλά.