Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Σαν μια κλεψύδρα

  Όταν είμαι σπίτι το παθαίνω αυτό. Νομίζω πως χάνω χρόνο. Τα λίγα λεπτά, οι λίγοι μήνες που σου μένουν εδώ για μένα είναι πολύτιμοι. Νομίζω κάθε μέρα που περνά πως πάει χαμένη. Ο χρόνος που έρχεται και φεύγει μαζί με σένα. Η άμμος στην κλεψύδρα του επιτραπέζιου. Τόσο μικρές οι στιγμές μας και τόσο μοναδικές. Θελω να ζήσω.
Θέλω τόσο πολύ να ζήσω. Θέλω να βγώ στους δρόμους να σε ψάξω. Να σε αγκαλιάσω και να σου φωνάξω "χάρηκα που σε γνώρισα".
Θέλω να φιλήσω τη μαμά μου γλυκά στο μέτωπο απόψε το βράδυ πριν κοιμηθεί. Να της υποσχεθώ πως θα την προσέχω για μια ζωή.
Θέλω τόσο να φωνάξω στους ανθρώπους πως τους αγαπώ.
Αλλά θα τους φοβίσω.
Και θα φύγουν.
Απο πότε οι άνθρωποι φοβούνται την αγάπη; 
Άσε με να σε αγκαλιάσω. Άσε με να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου δείξω την αγάπη μου. 
Κοίτα με στα μάτια.
Σταμάτα να φοβάσαι και κοίτα με στα μάτια με εκείνο το γλυκό βλέμμα.
Και το ξέρω αυτό το βλέμμα...



Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Τύχη....

Είμαι εδώ και είσαι εδώ και σύ. Σε μια μικρή γωνιά του κόσμου. Τυχαία. Εντελώς τυχαία. 
Τι φταίει; Η απελπισία μου; Ο φόβος μου πως στη ζωή μου θα επικρατεί για πάντα αταξία; Εχεις ένα γλυκό και ντροπαλό χαμόγελο. Δεν ακούγεσαι ούτε γίνεσαι έυκολα αισθητός. Δείχνεις ένας γλυκός άνθρωπος, σιωπηλός. Προσπαθώ ακόμα να σε πλησιάσω. Το βλέπεις. Να αγγίξω το πρόσωπό σου, να δω αν σπάει ή αν λυγίζει σαν εκείνη την πορσελάνινη κούκλα που είχε η μαμά διακοσμητική στο παλιό σπίτι.
Πορσελάνινη ψυχή.
Ένας μπαμπάς με σάρκα και οστά να ρωτάει το παιδάκι του αν έφαγε. Ένας μπαμπάς έτοιμος να δώσει όλη του την αγάπη σε μια αγνή ψυχή που μόλις διαπλάθεται. Το χαμόγελο σου μοιάζει με αυτό των μεγάλων που κοιτούν ένα μωράκι στα μάτια. Άραγε βλέπουν τίποτα ή απο αμηχανία χαμογελούν; 
Άραγε βλέπεις τίποτα;
Νιώθω την ανάγκη να σου μιλήσω. Κάπως σαν να είμαι σίγουρη πως εσύ θα με καταλάβεις. Και όλοι μου λένε πως μόλις εγώ ήρθα εσύ θα φύγεις. Όλοι μου λένε πως θα φύγεις. 
Και εδώ θα μείνει μια αρρώστια.
Η αρρώστια με το παγωμένο βλέμμα τα ξημερώματα έξω απο το αστυνομικό τμήμα. Δήθεν αλληλεγγύη. Η αρρώστια είναι πάντα δήθεν. Οι κινήσεις της, τα βλέμματά της, το παγωμένο βλέμμα της, η ησυχία της. Είναι πάντα ίδια. Η αρρώστια έχει παγωμένα μάτια, παγωμένο χαμόγελο και κινείται νωχελικά και σιγανά έξω απο το αστυνομικό τμήμα. Κατα λάθος κάποτε η αρρώστια ήταν εδω δίπλα μου. Η αρρώστια έβαλε στόχο να με αρρωστήσει. Η αρρώστια θα είναι αρρώστια για όσο θέλει αυτή. 

Για αυτά τα παγωμένα μάτια σου μίλησα πρίν λίγες μέρες. Ίσως δεν κατάλαβες. Ίσως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να καταλάβεις. Ίσως να προσπερνάς δυναμικά την αρρώστια. Ίσως να την κουβαλάς στο πετσί σου.
Ίσως ο μπαμπάς σου και σενα να μην σου έδειξε την αγάπη του όσο θα ήθελες.