Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Σιωπή

Γιατί να αντιδρώ έτσι; Γιατί να μην μιλάω σε κανέναν για αυτό; Όπως όταν πέθανε ο Γκούφυ. Το είπα σε δυο-τρία άτομα και δεν ήθελα να το πολυκουβεντιάσω. Έτσι απλά ξημέρωσε μια μέρα και δεν είχα πια σκυλί. Έτσι και τώρα. Απώλεια. Δεν την εξωτερικεύω όμως. Έχω καταφέρει και εγώ η ίδια να πιστέψω πως η απώλεια αυτή δεν με ενοχλεί. Πως πάντα έτσι ήμουν. Το ίδιο γεμάτη-το ίδιο άδεια. Μόνο στους γονείς μου μίλησα κλαίγοντας για την απώλεια. Μόνο τότε ξέσπασα. Όπως και για τον Γκούφυ. 
Καταλήγω στο γεγονός πως όσο πιο σημαντικό για μας είναι αυτό που χάνουμε, τόσο πιο πολύ αρνούμαστε να συνειδητοποιήσουμε πως υπήρξε κάποτε στη ζωή μας και μας γέμιζε.


Εδώ και μέρες είναι σαν να ζώ χωρίς το ένα μου χέρι.


Δεν το λέω σε κανέναν όμως. Το κρύβω και απο τον εαυτό μου. Φτιάχνω ένα τοίχος μέσα μου, διώχνω την απώλεια και δεν αφήνω τίποτα να με επηρεάσει. Για πόσο ακόμα όμως θα ζώ μ' αυτά τα τοίχη;
Τώρα τελευταία -αρκετά συχνά- ονειρεύομαι την στιγμή που θα πετάξω ό,τι έχω και δεν έχω απο πάνω μου και θα πάω στη Γαύδο. Με μια σκηνή. Μόνο με μία σκηνή. Γυμνή στο σώμα και την ψυχή θα μείνω εκέι για όσο χρειαστεί.
Χρειάζομαι χώρο και χρόνο.


Εδώ και μέρες η απώλεια μου προκαλεί εγρύγορση. Πάντα ο ρυθμός της μουσικής μου αναταποκρινόταν στο χτύπο της καρδιάς μου. Εδώ και μέρες κάθομαι για ώρες ατελείωτες στο κρεβάτι, κοιτάω το ταβάνι και ακούω dubstep. Εδώ και μέρες προσπαθώ να με συνηθίσω έτσι πια.
Εδώ και μέρες έχω αρχίσει να φοβάμαι τον εαυτό μου...

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Εγώ...

Πάλι, μετά απο τόσες μέρες... Είμαι ελεύθερη τώρα. Χωρίς τίποτα στο κεφάλι μου. Απλά ξυπνάω και ότι κάτσει. Μπορεί να μην ξυπνήσω σπίτι μου. Μπορεί να ξυπνήσω. Μπορεί να πάω σχολή. Μπορεί όχι. Μπορεί να βγώ. Μπορεί να λιώσω σπίτι. Κανείς δε με τραβάει πουθενά. Κανείς δεν με αναγκάζει να φερθώ με συγκεκριμένο τρόπο. Κανείς δε μου λέει πως θα μιλήσω. Τι ρούχα θα φορέσω. Με ποιούς θα κάνω παρέα και τι μουσική θα ακούσω. Δεν έχω κανέναν πιά πάνω απ το κεφάλι μου να μου υποδεικνύει μια δήθεν αξιοπρέπεια.
Σας βαρέθηκα.
Δε με νοιάζει το πώς θα με κοιτάξει ο οδηγός του λεωφορείου όταν θα με δεί νωρίς το πρωί στη στάση. Δε με νοιάζει ούτε ο αριστερός που θα με πεί βρωμοχίπισσα. Να την χέσω την αξιοπρέπεια σας και τις αρχές σας.
Είμαι αυτό που ξημερώνει.
Και θα είμαι για όσο το χρειάζομαι. Τουλάχιστον αυτό είναι δικό μου και αληθινό.
Είμαι αυτό που κοροϊδεύεις. Είμαι μια αλλόκοτη τύπισσα με χρωματιστά ρούχα που στάνταρ αναρωτιέσαι πόσες μέρες έχει να κάνει μπάνιο. Σήμερα κιόλας έκανα μπάνιο παλιομαλάκα που δεν έχεις μάθει να κοιτάς παραμόνο μέχρι τη μύτη σου.
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΗ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΟΠΩΣ ΕΣΥ.
Θα ζήσω. Θα πιώ. Θα κάνω μαλακίες. Για κανέναν σας δεν είμαι σίγουρη πιά. Ούτε για την ίδια μου τη μάνα.
Για μένα ζώ. Και για πάρτη μου, όπως μου είχες πεί.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Θέλω...

Θέλω ένα κανονικό σπίτι. Θέλω μια κανονική ζωή. Θέλω το ψυγείο να είναι γεμάτο. Θέλω μέχρι και σταθερό να βάλω. Θέλω ένα παλιό ευρύχωρο σπίτι. Θέλω μπανιέρα. Θέλω το σπίτι μου να χωράει κόσμο και να μυρίζει λουλούδια. Θέλω να αγοράσω τον αγαπημένο μου καναπέ. Θέλω ένα σιδερένιο λευκό κρεβάτι. Θέλω κήπο.
Θέλω να ζήσω.
Θέλω χαμόγελα και μουσικές. Θέλω να αλλάξω τη ζωή μου. Θέλω τηλεόραση. Θέλω ένα σπίτι που να μη με φυλακίζει. Ευρύχωρο. Ευήλιο. Θέλω ένα γλυκό σπιτάκι στην παλιά πόλη. Θέλω έναν άδειο χώρο να τον φτιάξω απο την αρχή εγώ. Λευκοί τοίχοι. Χωρίς έπιπλα. Μόνο ένας κήπος. Ένα υπνοδωμάτιο, ένα σαλόνι, μία κουζίνα και ένα μπάνιο.
Θέλω να στήσω τη ζωή μου απο την αρχή.
Θέλω να ψάξω για σπίτι. Θέλω να φτιάξει ο καιρός και να αρχίσω το ψάξιμο. Θέλω να δώ τη ζωή με ένα μεγάλο χαμόγελο. Να ανοίξει ο καιρός και να είναι όλα όμορφα. Όλες οι φάτσες χαμογελαστές.

Πρέπει να ετοιμαστώ. Έχω κανονίσει στις 5 να πάω για καφέ. Πρέπει να ανοίξω την ντουλάπα και να βρώ ρούχα. Πρέπει μέτά τον καφέ να πάω και στο σπίτι της Δ. να μαζέψουμε τα χαλιά για να φέρει τον σκύλο. Πρέπει να πάω και στο σούπερ μάρκετ. Πρέπει και το βράδυ να κανονίσω τι θα κάνω, αν θα βγώ.
Ευτυχώς που αύριο δεν έχω σχολή...

Στον Δ.

Μερικές στιγμές όπως τώρα μου λείπει πολύ ο Δ. Λίγους μήνες πρίν ήταν που τέτοια ώρα ήμουν στο ζεστό μου κρεβατάκι έτοιμη το επόμενο πρωί να πάω σχολείο. Και μετά ρουτίνα. Και άντε ζήτα πάλι  τη δεύερη ώρα -αν δεν έχεις κατεύθυνση- τουαλέτα. Και πάλι 210..... Και πάλι η ήρεμη φωνή του Δ. στο ακουστικό. Τουαλέτα για να πάρεις ένα τηλέφωνο, να πείς ένα καλημέρα και να κανονίσεις βόλτα για το σάββατο.
Η ζεστή φωνή απο το παγωμένο υπόγειο της Ηφαίστου.
Ζητώ λοιπόν αύριο το πρωί να ξυπνήσω και να είμαι εκεί στο ζεστό μου κρεβατάκι. Ζητώ στο δεύτερο διάλειμμα να πάω τουαλέτα και να κανονίσω το σάββατο βόλτα στο δάσος. Και το σάββατο να περπατήσω πάλι πλάι στα μώβ παπούτσια του Δ. Ζητώ μια γλυκιά καλημέρα και μία ζεστή αγκαλιά το σάββατο βράδυ.
Είναι τελικά πολύ δύσκολο να ζείς μόνη. Τόσο μακριά απο τη βάση σου. Απο τους ανθρώπους σου.
Είναι δύσκολο να αποτυγχάνεις. Είναι δύσκολο να είμαι εδώ και όχι στην Αθήνα όπως ονειρευόμουν. Μου λείπει η αγάπη του Δ. Ίσως κανείς δε με αγαπήσει ξανά όσο ο Δ.
Μου λείπεις Δ. Μου λείπουν οι ατελείωτες ώρες στο τηλέφωνο. Μου λείπει η γλυκιά φωνή σου. Τα πολύχρωμα σαλβάρια και τα μώβ σου παπούτσια. Μου λείπουν οι υπέροχες ζωγραφιές σου. Τις έχω όλες εδώ, κολλημένες στον τοίχο, όπως τις άφησες. Μου λείπουν οι άκόμα πιο ατελείωτες ώρες κάτω απο τα πεύκα.
Οι βόλτες μας στου Φιλοπάππου και στ' Αναφιώτικα.
Μου λείπει η αγάπη σου.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Ζαλάδα...

Πολύς κόσμος. Παραπάνω κόσμος απο όσο είχα συνηθίσει να βλέπω έξω. Χρώματα. Κίτρινο, κόκκινο, μπλέ. Χαμόγελα. Φωνές. Και το βράδυ τί;  Όλα αυτά τα χαρούμενα πρόσωπα δεν πέφτουν κάποτε για ύπνο;

Με τρομάξατε χτες το βράδυ. Ήσασταν τόσοι πολλοί σε κείνη τη μικρή ταράτσα. Καθόσασταν νωχελικά στο έδαφος και κοιτούσατε αυτόν που βρισκόταν απεναντί σας. Η μουσική ήταν πολύ δυνατά. Κι όμως ζαλίστηκα. Ένιωσα πως η ακοή μου αποκόπηκε απο την πραγματικότητα. Άκουγα ένα ενοχλητικό βουητό ασυγχρόνιστο με το περιβάλλον σας και τις κινήσεις σας. Δείχνατε όλοι παραδομένοι. Μαζεμένοι εκει, σαν να θέλατε να πιάσετε απο το χέρι τον διπλανό σας και να του πείτε "Είμαι εδώ για σένα" "Είμαστε ένα" "Μαζί θα τα νικήσουμε όλα" Κι όμως δεν το κάνατε. Παραδομένοι σε μια περιθωριακή μαυρίλα. Την ήξερα καλά. Είναι χαραγμένη στο πετσί μου. Αυτή με αρρώστησε. Εσύ ήσουν αυτή η μαυρίλα. Εσύ με αρρώστησες. Και ζαλίστηκα χτές. Και σας ήξερα καλά όλους εσάς στην μικρή ταράτσα. Μοιάζατε στα αδέλφια που έψαχνα πριν ένα χρόνο.
Ήθελα μια αγκαλιά εκείνη τη στιγμή. Χρειαζόμουν μια αγκαλιά.

Και σήμερα το πρωί.
Ξύπνησα ακούγοντας τη διπλανή να τραγουδάει. Θυμήθηκα πού βρίσκομαι. Θυμήθηκα πως το πανηγύρι δεν τελείωσε για σας. Δεν ήθελα να το ζήσω και σήμερα.
 Ήθελα να γυρίσω πλευρό και να εισπράξω μια αγκαλιά για καλημέρα.
Κανένα καρναβάλι.
Κανένα τραγούδι.
Καμία λέξη.
Μόνο μια αγκαλιά.
Αλλά το έργο το δικό μου μάλλον πέθανε στην κοιλιά της μαμάς του. Το είχα ξεχάσει για λίγο πως πέθανε. Ήταν η πρωινή ζαλάδα που με έκανε να το ξεχάσω, ξέρεις, τα λίγα δευτερόλεπτα που περνάνε μέχρι να συνειδητοποιήσεις πού βρίσκεσαι μόλις ξυπνάς...

Το δικό μου έργο

Είναι σαν να έιμαστε όλοι φτιαγμένοι απο διαφορετικές πάστες. Όλοι μοιάζετε με κάποιους. Όλοι βρίσκετε  επιτέλους αυτό που αναζητούσατε καιρό τώρα. Σας βλέπω όλους να γελάτε. Εγώ; Νιώθω συχνά εξωγήινη. Στην αρχή είναι όλα καλά, αλλα μετά.. μετά σκοτεινιάζω, σωπαίνω κι απλά γίνομαι ο παρατηρητής. Ο τελευταίος θεατής απο ένα κοινό που χασμουριέται και μισοκοιμάται κατα τη διάρκεια της ταινίας. Απλά τα παρατάω. Παραδέχομαι πως ούτε αυτό το έργο είναι για μένα. Άλλες τρείς ώρες λοιπόν χαμένες για μια ελπίδα. Για την ελπίδα οτι θα έβρισκα εδώ αυτό που έψαχνα.
Κρίμα.
Το δικό μου έργο μπορεί να πέθανε όταν ακόμα ήταν στην κοιλιά της μαμάς του. Το δικό μου έργο μάλλον δε γεννήθηκε ποτέ. Το δικό μου έργο, ακόμα και αν γεννήθηκε, θα πέθανε μετά τη γέννα. Το δικό μου έργο ακόμα και αν έζησε και μεγάλωσε δε θα επιβίωσε στη δική σας ζωή. Δε θα έπαιξε με τους δικούς σας όρους. Ισως εσείς το σκοτώσατε το δικό  μου έργο.
Ακούω τα πουλιά έξω που κελαηδούν. Το παρατήρησα και χτές ερχόμενη σπίτι με την Χ. Καλοκαίριασε. Άρχισαν τα πάρτυ. Τα μεθύσια. Οι δρόμοι αρχίζουν να ξαναγεμίζουν με τραπεζάκια. Όπως τότε που ήρθα να αρχίσω τη νέα μου ζωή. Όπως τότε που η καρδία μου ήταν καθαρή για να την γεμίσεις με τη βρώμα σου. Μου χρειαζόταν. Με δυνάμωσες. Μα ταυτόχρονα με σκότωσες.
Μύριζε νυχτολούλουδο προχτές που γυρνούσα σπίτι. Ή μπορεί έτσι να μου φάνηκε. Τι γλυκιά αυτή η μυρωδιά. Μου φέρνει παλιές θύμισες...
Την άνοιξη δε λένε πως ο κόσμος ερωτεύεται;

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Εκεί είμαι ΕΓΩ

Έστω να έχω πράγματα στο νού μου για να ξεχνιέμαι.. Φούλ πρόγραμμα. Τρέχα, δώσε ρούχα, φέρε κούτες, ετοιμάσου για καφέ, γνώρισε κόσμο. Δείξε το καλό σου πρόσωπο. Είναι η πρώτη εντύπωση. Δείξε το καλό σου πρόσωπο γιατί οι άνθρωποι δεν δείχνουν κατανόηση.  Καταπίεση. ΔΕ ΘΑ ΣΑΣ ΔΕΙΞΩ ΤΟ ΚΑΛΟ ΜΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟΨΕ. Απόψε θα φορέσω τη μάσκα με το μεγάλο σαρδονιακό-ή οπως αλλιώς λέγεται- χαμόγελο και θα κλαίω. Και δε θα ακούγονται οι λυμοί μου. Θα τους καλύπτουν τα καρναβαλίστικα τραγούδια σας.
Χτες η Δ. με σκουντούσε όλη την ώρα στο πάρτυ. "Κουνήσου" "Χόρεψε".
-ΜΑ ΧΟΡΕΥΩ-
Συνήθησα μάλλον να κινούμαι ήπια. Δεν τραβάω την προσοχή. Δε χτυπιέμαι. Δεν περπατάω ζωντανά μαμά. Πάντα το είχες αυτό το παράπονο. Οτι μου λείπει ζωντάνια. Δεν είμαι ζωντανή μαμά.

Περιμένω την οικογένεια.

Την ιδέα της οικογένειας. Εκεί είμαι ζωντανή μαμά. Εκεί χτυπιέμαι μαμά. Εκεί είμαι εγω και εκέι φωνάζω. Εκεί αγαπω. Εκεί μισώ. Εκεί δε νοιάζομαι για το τί θα πουν οι άλλοι για μένα. Είναι η βάση μου.
Εκεί μισώ και γουστάρω να το πω.
Και η ιδέα αυτή δε θα βρωμίσει. Δε θα αφήσω κανέναν να μου το βρωμίσει.
Τα όμορφα ζουν αναμεσά μας. Τα όμορφα είναι μέσα μας.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Απο σήμερα...

Ξεκλέβω λίγο χρόνο για να γράψω. Ίσως βρήκα το γιατρικό για να ξεπεράσω εσένα και τον ιδιο μου τον εαυτό που με κρατάει πίσω στα δεσμά σου.
Θα πάω τελικά στο πάρτυ. Θα ετοιμαστώ με ταχείς ρυθμούς και θα πάω. Θα παλέψω. Θα χαμογελώ. Θα είσαι και συ εκει. Αλλα δε με νοιάζεις. Χρειάζομαι χρόνο και φροντίδα. Για μένα. Χρειάζομαι τη φροντίδα μου. Και ας είχα 38 πυρετό χτες εγώ θα πάω. Εγώ θα θέσω τα όρια μου. Θα την αγοράσω την τσάντα 30 ευρώ. Θα αγοράσω και ένα μπλουζάκι απο τα μπένετον. Απο αύριο θα φροντίζω ιδιαιτέρως τον εαυτό μου. Απο αύριο μόλις ξυπνάω θα κοιτώ τον εαυτό μου στον καθρέπτη και θα μου λέω καλημέρα. Απο αύριο θα σε βγάλω απο τη ζωή μου οριστικά. Απο αύριο όλα θα είναι αλλιώς. Παγωμένη είμαι και τώρα. Ξερω πως τώρα είσαι ακόμα πιο κοντά. Ξέρω πως ανα πάσα στιγμη θα βγώ έξω και θα είσαι εκέι. Ξέρω πως θα ξαναδώ τα παγωμένα σου μάτια και εκέινο το τρομακτικό ψυχεδελικό χαμόγελο. Πεινάω. Σε 40 λεπτά θα έρθει η Χ. και η Δ. σπίτι μου για να πάμε μαζί στο πάρτυ. Το σπίτι είναι άνω κάτω. Αλλα εγώ θα κάτσω να γράψω και όποτε τελειώσω με το γράψιμο θα αρχίσω να τακτοποιώ. Με βοηθάει πολύ που γράφω. Και ας μην τα διαβάζει κανείς. Αρκεί που φεύγουν απο μένα.

Θέλω να φροντίσω τον εαυτό μου. Θέλω να με βάλω μία νύχτα για ύπνο στην κούνια και να με νανουρίσω. Θέλω να με πάρω μια γλυκιά αγκαλιά και να μου δώσω ενα φιλί στο μέτωπο. Θέλω να δώσω στον εαυτό μου όλη αυτή την αγάπη και την φροντίδα που σου έδωσα απλόχερα και εσύ την πέταξες. Θέλω επιτέλους να αγαπήσω τον εαυτό μου όσο κανέναν άλλον πάνω στη γη. Σήμερα έπαψα να ζητώ την αγάπη των άλλων.
Απο σήμερα ζητώ τη δική μου αγάπη...

Ο αγώνας

Και αλλες στιγμές απλά δε θέλω να θυμάμαι τι συμβαίνει στη ζωή μου. Δεν έχω καμία όρεξη να πάω στο πάρτυ απόψε. Γιατί να πάω; Για να δω εσένα; Για να κυνηγήσω μια ευτυχία; Για να ψάξω μια άλλη ευτυχία; Βαρέθηκα να ψάχνω. Βαρέθηκα να τρέχω σε έναν αγώνα δρόμου για να φτάσω πρώτη μπροστά σου και να κάνω το παν για να σου ανοίξω τα μάτια, να δείς επιτέλους πως είμαι εδώ. Είμαι άρρωστη. Βαρέθηκα να κυνηγάω τους ανθρώπους. Βαρέθηκα να κυνηγάω την ευτυχία. Εδώ και μέρες δεν έχω βγεί απ το σπίτι. Συνηθίζω τώρα πια μέσα στο σπίτι. Δε μου θυμίζει τόσο πολύ εσένα τώρα. Ούτε τόση μοναξιά όσο πρίν νιώθω εδω μέσα. Και ακόμα και αν χτες το βράδυ δεν έπεσα μόνη μου για ύπνο ενώ σήμερα ολομόναχη, και πάλι το συνήθησα. Ίσως αρχίζω και γίνομαι λίγο δυνατή..


Μου τη σπάνε οι απόκριες. Μου τη σπάει ο -χαρούμενος για κάποιο λόγο- κόσμος στους δρόμους. Έχω κουραστεί.


Να παλέψω; Να πάω στο πάρτυ; Να αγοράσω τη δερμάτινη τσάντα που κάνει 30 ευρω;
Ισως είναι στη φύση μας να παλεύουμε μέχρι τέλους
Ισως και οχι

Κάτι σαν όνειρα..

Δεν μπορώ να προσδιορίσω ποιά ακριβώς ήταν τα όνειρα μου για τη φοιτητική μου ζωή πρίν ένα χρόνο. Το μόνο που θυμάμαι ξεκάθαρα έιναι τον ευατό μου πέρσι το Γενάρη να τηλεφωνώ στην Κ. κλαίγοντας και να καταριέμαι τη ζωή μου γιατι έγινα επιτέλους 18 και δεν έζησα τίποτα. Ζήλευα τις άπειρες εμπειρίες και τρελές καταστάσεις που είχαν περάσει πολλά κορίτσια της ηλικίας μου. Ατελείωτες βόλτες στο Μοναστηράκι. Αραλίκι στο Θησείο τα κυριακάτικα βράδια. Να ένας τρόπος να απομακρύνεις την κυριακάτικη μιζέρια. Πόσα πρόσωπα. Πόσες ζωές σκορπισμένες σε κείνους τους δρόμους. Σε εκέινο το πάρκο. Πόσες ιστορίες. Πόσες συμβουλές. "Μακριά απ' την πρέζα"


Και γω που ήμουν; Γιατί απλά μπορούσα να χαζέψω όλη αυτή την "ιδανική" πραγματικότητα αλλά ποτέ να μην τη ζήσω; Και εδώ ένιωθα αδικημένη. Ηταν κοντά όλα αυτά. Αλλα όχι τόσο κοντά ώστε να τα αγγίξω. Ο Δ. βέβαια ήταν εκέι, να ζεί αντί για μένα σε κείνα τα 'πολύχρωμα' στενάκια της ηφαίστου. Δανειζόμουν ζωή. Δανειζόμουν εμπειρίες. Έχτιζα όνειρα. Θα ήμουν εκεί. Σε λιγότερο απο ένα χρόνο θα ήμουν εκεί. Θα σάπιζα και γώ μέσα στα γεμάτα υγρασία εκέινα υπόγεια. Η ζωή μου θα γέμιζε σκοτεινά πολύχρωμα σχέδια με νεράιδες ξωτικά δράκους και παντός είδους μανιτάρια. Ήθελα τόσο να το ζήσω. Ήμουν 18 και ήθελα τόσο επιτέλους να το ζήσω. ήθελα επιτέλους κάτι να με τραντάξει. Ήθελα η μουσική να μπεί μεσα μου και να με απογειώσει. Ήθελα χρώματα να κρύβουν τη μαυρίλα μου. Ήθελα να ζήσω όλα εκέινα τα τρελά πάρτυ που σε βγάζουν εκτός εαυτού. Πάρτυ στη Γεωπονική, στο Πάντειο. Ήθελα κάπως να βρώ τον εαυτό μου και τους ανθρώπους μου. Τους χαμένους φίλους μου. Για όλα αυτά έκλαιγα στο τηλέφωνο στην Κ εκέινο το βράδυ. Δεν είχα άλλη υπομονή.

Και τώρα τι; Τι κατάλαβα; Καλό είναι να ξέρεις τι θες. Τώρα πια όμως που δεν έχει μείνει τίποτα παραπάνω απο μια πίκρα μέσα μου απο ολα αυτά τα σχεδόν όνειρα που κυνήγησα έχω να πώ το εξής: Δεν αρκεί να ξέρεις τι θές αλλά και γιατί το θες.

Αυτά τα μυαλά κουβάλαγα και έπεσα πάνω σου. Αυτά τα όνειρα έκανα. Αυτή τη ζωη λαχταρουσα.. που μόνο ζωή τελικά δε μπορεί να χαρακτηριστεί. Ενα χρόνο μετά αλλάζω άποψη για τα πράγματα. Και αν δεν σε γνώριζα εκείνο το βράδυ; Αν δε σε χρειαζόμουν δε θα σε έψαχνα. Αν δε σε έψαχνα, και να σε συναντουσα, και να περνούσες απο δίπλα μου, δε θα σε κυνηγούσα. Σου τα έδωσα όλα. Όλη μου την ψυχή και άφησα μόνο μια γωνίτσα πίσω πίσω για πάρτη μου. Σε έψαχνα καιρό και σε βρήκα. Εγλώβισα ολες μου τις προσδοκίες σε ένα παγωμένο χαμόγελο. Τρομακτικό παγωμένο χαμόγελο. Ηταν δικό μου. Ένιωθα την έκσταση που τόσα χρόνια ονειρευόμουν.

 Ήταν εκέινο το ψυχεδελικό χαμόγελο και η έκσταση..

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Η Ευρυδίκη και γω

Εδώ και μέρες προσπαθώ να καταλάβω τι έχω. Νιώθω παγωμένη. Νιώθω σαν ρομπότ που λειτουργεί αυτόματα. Χωρίς μυαλό. Άλλο το μυαλό μου και άλλο το σώμα μου. Ακόμα και αν το ένα κλείνεται μέσα στο άλλο. Δεν επικοινωνούν. Νιώθω πως βρίσκομαι νοητικά σε άλλη διάσταση. Σ’ άλλη τροχιά. Πως τίποτα δε με ενώνει με το περιβάλλον μου. Βλέπω κάτι που υπάρχει. Ξέρω όμως ότι το δικό μου «υπάρχει» δεν υπάρχει εδώ. Η δικιά μου ζωή, η δικιά μου πραγματικότητα δεν υπάρχει «εδώ». Και δεν ξέρω καν τι είναι το «εδώ». Απλά το ονομάζω «εδώ». Υπάρχει πάγος. Και ο πάγος δε λιώνει. Το σώμα μου είναι ο πάγος. Το μυαλό και η ψυχή μου η φωτιά. Φωτιά στον πάγο. Μα ο πάγος δε λιώνει με τίποτα. Ούτε η φωτιά παγώνει. Αυτό δεν πρόκειται ποτέ να γίνει. Μέσα μου βράζω. Έξω μου παγώνω. Αυτό είναι που μου συμβαίνει. 


Το πρωί κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέπτη και τρόμαξα. Κόλλησα στα μάτια μου. Δεν ήταν τα δικά μου. Κόλλησα τα μούτρα μου στον καθρέπτη και έβλεπα μια ξένη. Φρίκαρα τελείως. Κολλημένη στον καθρέπτη προσπαθούσα να βρω τα μάτια μου. Αυτά που έβλεπα δεν ήταν δικά μου, ήταν ψεύτικα. Προσπάθησα να δω τα πράγματα όπως πριν όμως δεν τα κατάφερα. Δεν ξέρω πια ποια είμαι. Κατάφερα αυτό που πάντα ονειρευόμουν. Το ήξερα καλά αυτό το βλέμμα. Όταν ήμουν μικρή έβλεπα εικόνες από πρεζάκια στα περιοδικά και κολλούσα. Αυτό το βλέμμα το αδιάφορο ήθελα να γίνει δικό μου. Χωρίς να ξέρω τι είναι με μάγευε. Τελικά μετά από πολύ αγώνα έγινε δικό μου. Το όνειρό μου είναι να πίνω ηρωίνη και να πεθάνω στα 28 μου χρόνια. Δεν έχω λόγο να υπάρχω πια. Δεν άνηκα ποτέ πουθενά. Σε καμία οικογένεια. Σε καμία παρέα. Σε καμία σχέση. Δε βρίσκω λόγο να κόψω την πρέζα. Εγώ δεν πίνω πρέζα για να ξεχωρίζω. Πίνω πρέζα για να μπορώ να αντέχω τον εαυτό μου. Πριν αρχίσω την πρέζα αισθανόμουν νεκρή. Ούτε η χειρότερη ξεφτίλα της πρέζας δεν με κάνει να αισθανθώ όπως τότε.


Αυτό που ζητάω απ τους ανθρώπους είναι αγάπη. Αυτό που βιώνω όμως είναι ένα κενό. Γιατί δε μπορώ να βρω αυτή τη θαλπωρή χωρίς να πιώ; Γιατί δε μπορώ να αισθανθώ αγάπη για τον εαυτό μου χωρίς να πιω; Σίγουρα και τώρα με αγαπάω όμως αυτή η αγάπη αναμιγνύεται με εκνευρισμό και μίσος. Και το απέραντο κενό συνεχίζει να υπάρχει. Και με τρομάζει. Αισθάνομαι εγκλωβισμένη σ’ ένα σκοτεινό κουτί. Ξέρω πως αν θα πιώ πρέζα θα βγω απ’ αυτό το κουτί. Θα μπορέσω να ζήσω, να δουλέψω. Να μετατρέψω αυτό το πεδίο μάχης που υπάρχει μέσα μου σε γαλήνη. Χωρίς την πρέζα αισθάνομαι ακρωτηριασμένη.