Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Πολύχρωμα ψάρια σε γυάλα...

"Σαν τότε που μας τρόμαζε το ήσυχο φεγγάρι
σαν τότε που ματώναμε μαζί
Μόνοι σε έναν άγνωστο νεκρό πλανήτη
ερωτευμένοι σχιζοφρενείς"
Η φωνή του Αγγελάκα απο το ηχείο του λάπτοπ σου όσο εγώ τρώω την απαίσια ομελέτα με φλούδα πατάτας. Και απαίσια τοματίνια. Που νόμιζες πως είναι κανονικές ντομάτες και απογοητεύτηκες μόλις άνοιξες την κονσέρβα. Και μου έλεγες πόσο μαλάκας είσαι. Και πως στην κατάψυξη έχεις ψόφια ποντίκια. Άρρωστο σπίτι. Βίωνα εκατό τοις εκατό την αρρώστια εκείνο το μεσημέρι και γούσταρα. Ίσως όσο ποτέ άλλοτε. Άρρωστο σπίτι. Όλα ξένα και πρωτόγνωρα. Εσύ. Τα χρώματα. Σκοτεινά. Και φωσφοριζέ. Το σπίτι. Τα φίδια. Τα linux στο pc σου. Η μουσική. Τα ρούχα σου. Κι ας φόραγα και γω τα ίδια.
Έμπαινε φως απο τη μπαλκονόπορτα. Αλλά το φως ήταν άρρωστο. Κι αυτό άρρωστο. Όπως το φώς του ήλιου που μπαίνει απο τη μπαλκονόπορτα ενός γηροκομείου. Μα είσαι μόνο δεκαενιά χρονών. Και η λεκάνη για τον εμμετό ήταν δίπλα στο κρεβάτι σου. Που απο πάνω κρεμόταν ένα χαρτόνι κούτας με πορτοκαλί μπογιά. Που φωσφόριζε απο το μπλακλάιτ. Και μου είπες πως αυτή η λεκάνη είναι πάντα χρήσιμη. Φοβήθηκα. Δεν ήθελα να πάθεις κάτι κακό. Τώρα που σε βρήκα. Όπως μου είχες πει και εσύ. "Τώρα που σε βρήκα...."
Κοιμήθηκα για ένα λεπτό στο κρεβάτι σου εκείνο το μεσημέρι. Kαι μόλις ξύπνησα και άνοιξα τα μάτια σε είδα σκυμμένο δίπλα μου με ένα πιάτο στο χέρι. Την ομελέτα σου. Και λίγο ξερό ψωμί. Νύσταζα τόσο. Και πείναγα το ίδιο. Γιατι το προηγούμενο βράδυ εκεί που έκανα βόλτα στην παλιά πόλη έτυχε να περάσω απο το Μουσείο. Και να είναι και ο Γ. εκεί. Και να μου ζητήσει χαρτάκια.
 Προχθές καθόμουν πάλι στο ίδιο σημείο στο Μουσείο. Έλεγα στον Β. πόσο όμορφες στιγμές έχω περασει σε αυτό το μέρος. Και θυμήθηκα εσένα. Τον καπνό σου πεταμένο στα σκαλάκια. Εμένα στη αγκαλιά σου. Περαστικούς. Τον Γ. να μιλάει στο τηλέφωνο συνεχώς. Να μας βγάζει φωτογραφίες. Εσένα να λές ιστορίες για φανταστικές διακοπές. Και παραισθήσεις. Με νεράιδες, ξωτικά και αλλόκοτους χορούς. Και τον κόσμο να μας κοιτάει. Σαν να είμαστε σε γυάλα. Πολύχρωμα ψάρια σε γυάλα. Απο άλλο κόσμο. Εκθέματα του μουσείου. Και μείς απο μια άλλη εποχή. 
  
Και εκείνη τη στιγμή σε είδα να έρχεσαι. Πέρασες απο μπροστά μου. Χαμογέλασες και είπες "Γειά". Και μόλις χάθηκες απο το οπτικό μου πεδίο άρχισα να τρέχω προς την παραλία. Και πήγα στο σημείο που εκείνο το πρωί, το πρώτο μας πρωί, είχαμε δεί μαζί το ξημέρωμα. Τραγουδώντας το παπάκι. Και μόλις το πιο μικρό κομμάτι του ήλιου έκανε την εμφανισή του μέσα απο τα συννεφιασμένα βουνά με σκούντηξες και μου είπες "Έσκασε, έσκασε" Και ο Γ. είχε μείνει σπίτι και κοιμόταν. Και έχασε και ένα εργαστήριο. Kαι εμείς δεν είχαμε κοιμηθεί ούτε λεπτό. Και δεν είχαμε φάει τίποτα. Και μόλις ξημέρωσε πήραμε σβάρνα όλους τους φούρνους για να βρούμε ζεστό ψωμί. Με ζάχαρη. Και απέναντι απο τη μπατσοσχολή χωριστήκαμε. Στο φούρνο απέναντι απο τη μπατσοσχολή. Και πήγα στο Πανεπιστήμιο. Και στις εντεκάμιση έφυγα τρέχοντας για να προλάβω το λεωφορείο για Περιβόλια. Και τελικά το λεωφορείο έφτανε μέχρι Καλλιθέα. Και έκανα αγχωμένη τη διαδρομή Καλλιθέα-Περιβόλια με τα πόδια. Για να φτάσω έγκαιρα στη στάση κάτω απ' το ΤΕΙ στις δώδεκα όπως είχαμε κανονίσει. Γιατι δεν είχες κινητό. Και άμα αργούσα θα έφευγες. Αλλά σε βρήκα εκεί.
Με το φως της ημέρας πιο άρρωστο. Πιο τρομακτικό. Είδα για πρώτη φορά τόσο καθαρά αυτά τα άρρωστα ψυχεδελικά μάτια. Και η πρόκληση μεγάλωνε. Και το ένιωθα πως υπήρχες εδώ για μένα και εγώ για σένα. Απο τις βρώμικες γειτονιές της Αθήνας, εδώ, για μένα. Για να ζήσω ό,τι δεν πρόλαβα. Ό,τι δεν κατάφερα.
"Άγγιξε τα άκρα, δοκίμασε τα πάντα, ζήσε τη ζωή σε όλες της τις διαστάσεις, ακόμα και  σε αυτές που τώρα δεν καταλαβαίνεις οτι υπάρχουν. Παίρνοντας lsd ακούς με τα μάτια και βλέπεις με τα αφτιά."
Η ζωή δεν είναι εδώ. Η ζωή είναι στα βρωμερά κοινόβια του Μεταξουργείου. Εκεί είναι η αληθινή ζωή. Που λαχταρούσα να αγγίξω. Να χαϊδέψω. Να αγγίξω απαλά και γλυκά το πρόσωπο όλων αυτών των παιδιών που τα  μάτια τους στάζουν πόνο και μίσος. Για τη ζωή. Για τη γαμωκοινωνία. Πόνος και μίσος. Το ένιωθα και γω. Και ήθελα να το αγγίξω. Να κάνω "μπαμ" και να σκάσω.
Και πίστεψα πως με σένα όλα αυτά θα συμβούν. Και θα είμαι ευτυχισμένη. Αλλά, όπως είπες και συ, και ίσως έχεις και δίκιο "Είμαι πολύ καλή". Πολύ καλή για να μπω σε ένα τέτοιο τριπάκι. Και το πιστεύω πως έκανε "Βζουν" το μυαλό σου. Γιατι δεν είναι καλά το μυαλό σου. 
Γιατι δεν είσαι καλά.
Και τώρα νιώθω πιο δυνατή. Έτοιμη να σε πλησιάσω πάλι, με άλλα μυαλά, με περισσότερες προφυλάξεις. Αλλά εσύ είσαι αυτός που φοβάται. Και σε αφήνω εκέι. Λίγα μέτρα απόσταση.
Μου λέιπεις.

ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου