Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Ζώντας με το φως του απορροφητήρα..


30 Αυγούστου

Έχω βάλει στο pc ένα άκυρο φόντο. Όμορφοι άνθρωποι. Που με φοβίζουν. Με φοβίζουν οι άνθρωποι. Και πηγαίνουν σε πάρτυ και χορεύουν σαν τρελοί με τα παγωμένα ψυχεδελικά τους μάτια. Και δείχνουν ευτυχισμένοι και δυνατοί. Και από μέσα τι; Από μέσα δύσκολα τα πράγματα. Νιώθω πως οι άνθρωποι δε μπορούν να με αντέξουν. Πως κάτι έχω, κάτι τους βγάζω και δε μπορούν να με αντέξουν πάνω από κάποια συγκεκριμένη ώρα. Και το φοβάμαι αυτό. Νιώθω πως οι άνθρωποι θέλουν να με πλησιάσουν. Και όταν αυτό συμβεί, όταν τους αφήσω να με πλησιάσουν, αυτοί με κοιτούν για λίγο και έπειτα φεύγουν. Και πάλι μόνη.
Μόνη. Στα σκαλάκια του Μουσείου. Περιμένοντας. Και ψάχνοντας. Έναν αριθμό. Έναν αριθμό που κάποτε άφησα στην τύχη του για χάρη μιας λάθους επιλογής. Ψάχνοντας. Δυο ψυχεδελικά μάτια που έχουν επιτηδευμένα κουμπώσει στραβά τα κουμπιά του πουκαμίσου τους. Δυο μάτια που κάποτε ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπα μόλις ξυπνούσα.
Ψάχνοντας απελπισμένα μια ευτυχία. Παλεύοντας για μια ευτυχία που μου αξίζει.
Είμαι μόνη σε ένα σπίτι. Με μια καμένη λάμπα του σαλονιού. Ζώ με το φως του απορροφητήρα. Και περιμένω. Η ώρα να περάσει και να πάει δύο. Και με βοηθάει πολύ που δε μένω μόνη. Και αυτές τις μέρες δε φοβάμαι. Δεν είμαι μόνη, για αυτό. Αυτές τις μέρες δεν πεινάω, δεν έχω ανακατεμένο σπίτι, δεν ψάχνω εναγωνίως την ευτυχία. Αυτές τις μέρες δεν αφήνω τίποτα να με αγγίξει και να με πονέσει. Δε νιώθω. Είμαι κάπως μαγκωμένη.
Δε θέλω να σε δώ. Δε θέλω να ξαναμιλήσουμε. Θέλω έτσι όπως έφυγες, αθόρυβα, να φύγεις και για πάντα από τη ζωή μου. Να μην πούμε αντίο. Απλά να πεθάνει έτσι.
Γιατί όλα είναι αλλιώς. Εγώ. Όλα.
Σαν να έχω χάσει κάθε ελπίδα. Κάθε ελπίδα για την ευτυχία.
Και έρχονται και νέα μάτια. Το ίδιο ζωηρά. Το ίδιο ψυχεδελικά. Και κοιτούν από μακριά μια νέα ζωή, ένα βράδυ σε μια πλατεία. Μα δε με φοβίζουν. Έμαθα πια και από τα ψυχεδελικά μάτια.
Θέλω να αλλάξω. Εμένα.
Ίσως με όλα τα γεγονότα των τελευταίων ημερών έχω ξεχάσει λίγο την ύπαρξή σου. Με τις μετακομίσεις, τους τσακωμούς, τις ψυχαναλυτικές συζητήσεις. Μόνο σήμερα, πηγαίνοντας να φάμε στην παλιά πόλη με την Δ. ξαπόστασα έξω από το μαγαζί, κοίταξα το τραπέζι που ένα μεσημέρι του Ιουνίου καθόμουν και ψιθύρισα «Εδώ ήμασταν με τον Μπίκ..» Προφανώς και δε με άκουσε κανείς. Αλλά, ήταν σαν να γυρνούσα τον χρόνο. Είχατε γυρίσει από τις καταδύσεις. Και εγώ ήμουν ήδη εκεί με την Χ. στο έξω τραπεζάκι.
Δε θέλω να θυμάμαι ότι υπάρχεις.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου